Η Δυτική Αθήνα στο έλεος του ΧΥΤΑ

Του Κρίτωνα Αρσένη, Βουλευτή Δυτικής Αθήνας

 

Το τελευταίο διάστημα κάτοικοι και εργαζόμενοι στη Δυτική Αθήνα ερχόντουσαν καθημερινά αντιμέτωποι με το έντονο πρόβλημα της δυσοσμίας. Η κατάσταση ήταν τόσο σοβαρή με δυσάρεστες συνέπειες στην υγεία των πολιτών. Όμως σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Για πάνω από μισό αιώνα ο ΧΥΤΑ Φυλής μαζί με τις υπόλοιπες δομές της Ολοκληρωμένης Εγκατάστασης Διαχείρισης Αποβλήτων (ΟΕΔΑ) δέχεται τα στερεά απόβλητα σχεδόν του μισού πληθυσμού της χώρας. Οι παρατάσεις λειτουργίας και οι επεκτάσεις των ορίων του υπήρξαν αναρίθμητες ενώ δεν έχει υπάρξει ακόμα ενιαία περιβαλλοντική άδεια για το σύνολο των εγκαταστάσεων (από το 2014). Με την καταγγελία που κατέθεσα στην Επιθεώρηση Περιβάλλοντος του ΥΠΕΝ ζήτησα να διερευνηθεί το πρόβλημα και να ελεγχθεί και το Εργοστάσιο Μηχανικής Ανακύκλωσης και Κομποστοποίησης (ΕΜΑΚ) μέσα στην ΟΕΔΑ. Η συγκεκριμένη εγκατάσταση λειτουργεί με περιβαλλοντικούς όρους που ισχύουν από το 1997.

Το 2016 η δημοσίευση από την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία των θανάτων από νεοπλασίες ανά Περιφερειακή Ενότητα αποκάλυψε με τον πιο δραματικό τρόπο την καθημερινότητα των κατοίκων της Δυτικής Αθήνας. Κάνοντας χρήση των στοιχείων για τις αιτίες θανάτων ανά τόπο μόνιμης κατοικίας των θανόντων την περίοδο 1999-2016 και συγκρίνοντας την Περιφερειακή Ενότητα Δυτικής Αττικής (Δήμοι Ασπροπύργου, Ελευσίνας, Μάνδρας- Ειδυλλίας- Ερυθρών, Μεγάρων και Φυλής) με την υπόλοιπη Περιφέρεια Αττικής, διαπιστώνεται ότι το ποσοστό των θανάτων από νεοπλασίες στην Δυτική Αττική έχει αυξηθεί 23,1% έναντι 7,6% στη λοιπή Περιφέρεια Αττικής την αναφερόμενη περίοδο.

Κάτω από το βάρος των κινητοποιήσεων αλλά και των αδιαμφισβήτητων πλέον ιατρικών/στατιστικών δεδομένων, ο Ενιαίος Διαβαθμιδικός Σύνδεσμος Νομού Αττικής (ΕΔΣΝΑ) εξήγγειλε τότε τη διενέργεια επιδημιολογικής έρευνας και εκτίμησης περιβαλλοντικών παραμέτρων στη Δυτική Αττική. Παρόλα αυτά, ενώ η έρευνα όφειλε να είχε ήδη παραδοθεί τον Δεκέμβριο του 2019, ο υπουργός ΠΕΝ από το βήμα της βουλής δικαιολόγησε μια ακόμα παράταση.

Στον τομέα της μέτρησης των αέριων ρύπων η πολιτεία οφείλει να βελτιώσει και να διατηρήσει ένα ορισμένο επίπεδο ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα στις πόλεις. Οι ρύποι που πρέπει να παρακολουθούνται είναι το διοξείδιο του θείου, το διοξείδιο του αζώτου και τα οξείδια του αζώτου, τα σωματίδια (ΑΣ10 και ΑΣ2,5), ο μόλυβδος, το βενζόλιο και το μονοξείδιο του άνθρακα. Ωστόσο, στο δίκτυο Παρακολούθησης Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης για την Δυτική Αττική (ΕΔΠΑΡ) έχουν εγκατασταθεί μόνο 3 σταθμοί μετρήσεων (σε Περιστέρι, Ελευσίνα και Λιόσια). Επιπλέον, ενδεικτικό της προβληματικής λειτουργίας τους είναι ότι στο σταθμό Ελευσίνας μετριέται μόνο ο ένας από τους 8 ρύπους που προβλέπει η σχετική νομοθεσία. Δηλαδή για μια περιοχή περίπου 1.5 εκ. κατοίκων όπως είναι η Δυτική Αττική, επιβαρυμένη περιβαλλοντικά με την λειτουργία των μεγάλων βιομηχανιών και του ΧΥΤΑ η πολιτεία έχει αποτύχει να παράσχει την απαιτούμενη πληροφόρηση στους πολίτες της.

Στο εδώ και τώρα η μαγική λέξη είναι ‘πρόληψη’. Το νέο Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Απορριμμάτων (ΕΣΔΑ) στρέφεται λανθασμένα στην καύση των απορριμμάτων από τα τσιμεντάδικα και την επιπλέον δημιουργία 4 νέων μονάδων καύσης στην χώρα διαμέσου των αμφιλεγόμενων ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα). Η Ευρωπαϊκή Ένωση -έχοντας ‘δοκιμάσει’ την καύση- υποδεικνύει και επιδοτεί πλέον το ‘zero waste’. Η καύση απορριμμάτων έχει αποδειχθεί μια πανάκριβη πρακτική (με κέρδη για τους λίγους) η οποία καταστρέφει- αντί να επαναχρησιμοποεί- τα υλικά. Για του λόγου το αληθές ας ρωτήσουμε τους Σουηδούς.

Στην Ευρώπη εδώ και χρόνια οι ορθές πρακτικές διαχείρισης απορριμμάτων είναι πολλές. Η Λιουμπλιάνα είναι η πρώτη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που έχει δεσμευτεί για μηδενικά απόβλητα. Μέχρι πριν από δεκαπέντε χρόνια, όλα τα απορρίμματα της κατέληγαν στη χωματερή. Σήμερα το ποσοστό ανακύκλωσης πλησιάζει το 70%. Εφαρμόζοντας συλλογή των βιοδιασπώμενων πόρτα-πόρτα, με κάδους ανακύκλωσης και ένα αποτελεσματικό σύστημα διαλογής στην πηγή, μειώνοντας δραματικά τη συχνότητα αποκομιδής των υπολειμμάτων, η πόλη κατάφερε να θεωρείται σήμερα πρωτοπόρος στην διαχείριση στερεών αποβλήτων στην Ευρώπη. Ας θυμηθούμε ότι η Σλοβενία μπήκε στην ΕΕ μόλις το 2004 ενώ πριν δεν εφάρμοζε σχεδόν καμία σχετική πρακτική. Και όλα αυτά αποφεύγοντας την καύση.

Ειδικά για την Δυτική Αθήνα το θέμα της διαχείρισης αποβλήτων είναι ένα απ’ τα πιο κρίσιμα. Χρειάζεται να συγκλίνουμε όλοι σε ένα σχέδιο με αρχή την ‘πρόληψη’, την ‘επαναχρησιμοποίηση’ αλλά και την διαχείριση των απορριμμάτων σε τοπικό επίπεδο, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της ΕΕ. Χρειάζεται να προσπαθήσουμε και να επιμείνουμε σε αυτό χωρίς αποκλίσεις και εκπτώσεις ανάλογα με τις βλέψεις της κάθε πολιτικής ηγεσίας. Και το πρώτο βήμα πρέπει να είναι το κλείσιμο και η αποκατάσταση του ΧΥΤΑ της Δυτικής Αθήνας.