Ο νέος «βασιλιάς» του Περιστερίου

Ο νέος «βασιλιάς» του Περιστερίου

Ο Νταμίρ Κάναντι ήρθε από το πουθενά, με την έννοια ότι δεν κουβαλούσε μεγάλες περγαμηνές, οι οποίες, εξάλλου, δεν αποτελούν εγγύηση για την  επιτυχία μιας ομάδας. Άλλωστε, πόσοι προπονητές, με διεθνή καριέρα δεν έχουν έρθει στην Ελλάδα και έχουν εγκαταλείψει τη χώρα νύχτα; Θα μου πείτε ο Ατρόμητος έχει μία πετυχημένη επιλογή αξιόλογων προπονητών μέχρι σήμερα. Ένας από αυτούς είναι και ο Κάναντι, ο νέος ποδοσφαιρικός «βασιλιάς» του Περιστερίου. Οι επιτυχίες του από τότε που ανέλαβε τον Ατρόμητο, είναι γνωστές. Εξάλλου έχει αποσπάσει τον θαυμασμό και την αποδοχή όλου του ποδοσφαιρικού στερεώματος στην Ελλάδα.

Γεννήθηκε στη Βιέννη, ενώ λίγα χρόνια πριν οι γονείς του είχαν μεταναστεύσει στην Αυστρία εγκαταλείποντας την πρώην ενωμένη Γιουγκοσλαβία. Ο πατέρας του ήταν εργάτης σε εργοστάσιο, η μητέρα του επίσης εργαζόταν, για να καταφέρουν να ζήσουν την Νταμίρ και τον αδερφό του με άνεση και αξιοπρέπεια. Ο ίδιος πριν ασχοληθεί με την προπονητική, έπαιξε 12 χρόνια σε διάφορες ομάδες, αποκτώντας μεγάλη εμπειρία που τον βοήθησε αρκετά στη μετέπειτα καριέρα του ως προπονητή. Η καριέρα του ως παίκτη σταμάτησε στα 31 του χρόνια.

Τον Ιανουάριο του 2013 ανέλαβε την αυστριακή Άλταχ, μία μικρή και με πολλά αγωνιστικά προβλήματα ομάδα και κατάφερε να την ανεβάσει από τη Γ’ κατηγορία στην Α’ και στις πρώτες θέσεις του αυστριακού πρωταθλήματος, με αποτέλεσμα την επόμενη χρονιά να παίξει στο Europa League.

Στη συνέχεια βρέθηκε στην τεχνική ηγεσία της θρυλικής αυστριακής ομάδας Ραπίντ Βιέννης, με τη συνεργασία όμως να μην ευοδώνεται λόγω διαφορετικής φιλοσοφίας, όπως αναφέρει και ο ίδιος.
Τον συνάντησα ένα μεσημέρι, μετά την προπόνηση, στο Θέατρο Πολιτών, στον 1ο όροφο, όπου βρίσκεται και το προπονητήριο της ομάδας. Το ραντεβού κλείστηκε μετά από αρκετό κόπο, μιας και, όπως δικαιολογήθηκαν οι άνθρωποι του γραφείου τύπου του Ατρομήτου τον τελευταίο καιρό είχαν πολλές υποχρεώσεις, με τελευταίο τον αγώνα με τον Ολυμπιακό και το τελικό 2-2,  που δεν ικανοποίησε τον κόουτς.

«Και πώς να μας ικανοποιήσει;» μου είπε. «Είχαμε μια πάρα πολύ καλή εμφάνιση. Επί 90 λεπτά πιέζαμε τον Ολυμπιακό και ήρθε αυτό το πέναλτι να μας στερήσει τη νίκη. Παρόλα αυτά είμαι πολύ περήφανος για την ομάδα μου».
 Ποιοι είναι οι στόχοι της ομάδας ρώτησα;Mου απάντησε με έμφαση ότι η ομάδα είναι προσηλωμένη σε έναν στόχο και πάνω σ’ αυτόν δουλεύουν και αυτός είναι το Europa League.
 Η ιδανική ομάδα ποδοσφαίρου για εκείνον; Έδειξε να το σκέφτεται : «Μου αρέσει το Αγγλικό ή το Γερμανικό ποδόσφαιρο, αλλά δεν είμαι υπέρ ενός συγκεκριμένου στιλ. Αν θα ήταν να βάλω μια ταμπέλα τότε θα προτιμούσα να βάλω τον τίτλο μοντέρνα εξέλιξη. Αυτό με εκφράζει στο ποδόσφαιρο».

Δεν θα μπορούσα να μην τον ρωτήσω τι ομάδα είναι ,εκτός από Ατρόμητος, φυσικά. Χαμογέλασε. «Δεν είμαι με καμία ομάδα. Απλώς μικρός ήμουν με την Μπαρτσελόνα».
Όσο τον περίμενα, διαπίστωσα ότι η συμπεριφορά του ήταν αρκετά άνετη με όλους τους συνεργάτες του και τους παίκτες του Ατρομήτου, με χαρακτηριστικά την ευγένεια και το χιούμορ. Έτσι μου γεννήθηκε η απορία  εάν είναι αυστηρός απέναντι στους παίκτες. Μου απάντησε ότι όχι και τόσο, όμως η πειθαρχία και η προσήλωση είναι πολύ σημαντικά στοιχεία για τη δουλειά του. Και όταν τον ρώτησα εάν μπορεί να μοιράσει τα ποσοστά για την επιτυχία μιας ομάδας, αν δηλαδή θα έπρεπε να μοιράσει τα ποσοστά μεταξύ παικτών, προπονητή και διοίκησης, ήταν διπλωμάτης. Δεν μπορεί να ξεχωρίσει ποσοστά αλλά τα πάντα είναι ομαδική δουλειά,  παίκτες, προπονητής,  διοίκηση. Αν σπάσει κάτι από αυτά, τα αποτελέσματά του βγαίνουν στο γήπεδο.
Και επειδή η εφημερίδα δεν είναι αθλητική, προχώρησα και σε μη αθλητικές ερωτήσεις, που ο κόουτς με ευγένεια πάντα προθυμοποιήθηκε να απαντήσει.

 

 

Πριν έρθετε στην Ελλάδα, τι ακριβώς ξέρατε για τη χώρα μας;

Δυστυχώς στο εξωτερικό υπήρχε κακό κλίμα για τη χώρα σας. Για το μεν ποδόσφαιρο αρνητικές πληροφορίες, όπως καθυστερήσεις πληρωμών, γρήγορες αλλαγές προπονητών, κακές αποφάσεις διαιτητών. Αλλά και η οικονομική κρίση και τα προβλήματα που είχε η χώρα, δημιουργούσαν  αρνητικό κλίμα για έναν προπονητή, που θέλει να δουλέψει στη χώρα σας. Ήταν ένα ρίσκο για την καριέρα μου, κάτι όμως που με γοητεύει και μέχρι τώρα, με έχει αφήσει απόλυτα ικανοποιημένο.

Τι ξέρετε για την πόλη του Περιστερίου;

Το γνωρίζω το Περιστέρι, το αγαπάω, πηγαίνω και σε διάφορα μαγαζιά του.

 

 

Αν ήσασταν πολιτικός, τι θα αλλάζατε στον κόσμο;

Αν και δεν μου αρέσει η πολιτική, θα’ θελα να βοηθήσω τους ανθρώπους. Όχι πόλεμο αλλά ειρήνη, όχι ανισότητες, όχι φτώχεια και φυσικά όχι πείνα. Όλοι να ζουν με αξιοπρέπεια, έχοντας μια δουλειά. Αυτό θα ήθελα να αλλάξει στον κόσμο.

Ποιο είναι το αγαπημένο σας χόμπι;

Μ’ αρέσει να παίζω τένις, σκάκι και να μαγειρεύω.

 

 

Το αγαπημένο φαγητό σας;

Δεν ξέρω πολλά για την ελληνική κουζίνα και μου φαίνεται ιδιαίτερα βαριά και παχυντική. Μου αρέσει να μαγειρεύω ιταλική κουζίνα αλλά και ταιλανδέζικη.

 

 

Διαβάζετε βιβλία; Ποιος είναι ο αγαπημένος σας συγγραφέας;

Ναι, διαβάζω αρκετά βιβλία ποδοσφαίρου αλλά και αστυνομικά. Μου αρέσει η Αγκάθα Κρίστι.

 

 

Τι μουσική ακούτε;

Αν και γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Βιέννη, δεν μου αρέσει ιδιαίτερα η κλασική μουσική και η όπερα. Όμως η ελληνική μουσική μου αρέσει σίγουρα. (τότε πήρε το κινητό του και μας έβαλε να ακούσουμε ένα λαϊκό άσμα, που δυστυχώς ούτε εγώ, ούτε ο φωτογράφος, ούτε ο μεταφραστής ήξερε, για να σας μεταφέρω ποιο είναι!)

 

 

Πριν κλείσουμε τον ρώτησα ποιο είναι το «μότο» του.

«Θέλω πάντα να κερδίζω. Και αυτό, όπως σας είπα και πιο πάνω, μπορούμε να το καταφέρουμε με πειθαρχία, προσήλωση και σκληρή δουλειά».

 

 

Η τελευταία ερώτησή μου ήταν αν ξέρει πώς λέγονται οι οργανωμένοι οπαδοί του Ατρομήτου.

Έδειξε να αιφνιδιάζεται. Φενταγίν, του είπα, και το επανέλαβε 2-3 φορές για να δει αν το λέει σωστά. «Τώρα το ξέρω» είπε και χαμογέλασε, δίνοντάς μου το χέρι του για να μας αποχαιρετίσει.