Φτάνοντας στο τέρμα του πεζόδρομου και συνεχίζοντας προς τη μεριά του Αγίου Αντωνίου, βολτάροντας παράλληλα στην Πλατεία, με το Δημαρχείο και την Ευαγγελίστρια στο αριστερό σου χέρι και χαζεύοντας τις βιτρίνες των μαγαζιών, εκεί κάπου στη μέση της πλατείας, αν η βόλτα σου είναι μετά τις 5 με 6 το απόγευμα (ή και την Κυριακή το πρωί) τη μύτη σου θα αιχμαλωτίσει μία απερίγραπτη μυρωδιά βουτύρου, φρεσκοψημένου και λαχταριστού, που θα σε μεταφέρει απευθείας σε σκοτεινή αίθουσα κινηματογράφου. Σωστά καταλαβαίνεις, είναι ποπ κορν και είναι το καλύτερο που έχεις ποτέ δοκιμάσει. Γιατί περνάς μπροστά απ’ τον Φοίβο. Το ιστορικό σινεμά του Περιστερίου, αυτό που κατάφερε να αντέξει στις κάθε λογής «επιθέσεις», του χρόνου και των multiplex κινηματογραφικών αιθουσών, και παραμένει σταθερή αξία στο κέντρο της πόλης του Περιστερίου αλλά κυρίως στο κέντρο της καρδιάς των Περιστεριωτών. Ο Φοίβος είναι η μόνη κινηματογραφική αίθουσα που παρέμεινε να λειτουργεί στο Περιστέρι, μεταξύ τόσων άλλων που σφραγίστηκαν και γκρεμίστηκαν. Και όσοι γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε εδώ, έχουμε συνδέσει τις πρώιμες κινηματογραφικές μας εμπειρίες με την αίθουσα του Φοίβου. Θυμάμαι , παιδί του Γυμνασίου, να μεταφέρομαι πρώτη φορά σε κινηματογραφικά παραμύθια, εδώ, σε αυτή την αίθουσα. Και θυμάμαι το δέος και τη γοητεία που μου ασκούσε η μεγάλη οθόνη και το πόσο οι εμπειρίες αυτές με επηρέασαν και με έκαναν μετέπειτα λάτρη του κινηματογράφου. Σήμερα, πολλά χρόνια μετά, κάθε φορά που περνώ μπροστά απ’ το Φοίβο και μυρίζω τη μυρωδιά του καμένου βουτύρου (Ειλικρινά είναι το νοστιμότερο που έχω δοκιμάσει. Και έχω πάει σε δεκάδες σινεμά του κέντρου και των περιχώρων) μεταφέρομαι σε εκείνες τις πρώτες κινηματογραφικές μου στιγμές. Και χαίρομαι που ο Φοίβος είναι ακόμη εκεί και το κινηματογραφόφιλο κοινό του Περιστερίου τον στηρίζει με αγάπη.
Ας πάμε όμως πολύ πίσω στο χρόνο
Ο Φοίβος ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1937 ως θερινός, ακριβώς δίπλα από τον σημερινό χειμερινό κινηματογράφο, από τους αδελφούς Παπάζογλου. Ο Κώστας και ο Παντελής Παπάζογλου είχαν ένα παντοπωλείο, που χτίστηκε το 1935, ένα μονώροφο κτίριο, το πιο μεγάλο ανάμεσα στα κτίρια της παραγκούπολης των προσφύγων, που είχαν καταφύγει στη δυτική αυτή συνοικία της Αθήνας. Στο υπόγειο του παντοπωλείου (που χρησίμευε βασικά ως αποθήκη) πραγματοποιούνταν συχνά και παραστάσεις κουκλοθέατρου και καραγκιόζη, με μεγάλη επιτυχία. Βασισμένοι στη μεγάλη ανταπόκριση του κοινού σ΄αυτές τις παραστάσεις, αποφάσισαν δύο χρόνια αργότερα να δημιουργήσουν πίσω από το παντοπωλείο, στον ελεύθερο χώρο, έναν θερινό κινηματογράφο, που τον ονόμασαν Φοίβο. Άλλωστε ήταν η εποχή που ο κινηματογράφος με τη μαγεία που πρόσφερε, κατακτούσε όλο και πιο πολύ το κοινό της Αθήνας. Σήμερα δυστυχώς δεν υπάρχει ούτε το παντοπωλείο, ούτε ο θερινός Φοίβος. Ο χειμερινός δημιουργήθηκε το 1953 και ήταν ένα από τα στολίδια της πόλης, μυώντας για δεκαετίες τους Περιστεριώτες στην έβδομη τέχνη. Σήμερα ο κινηματογράφος είναι στα χέρια της οικογένειας του Ανδρέα Γεωργόπουλου, ο οποίος τον ανέλαβε το 1963 και τον λειτουργεί αδιάλειπτα, εκτός από ένα διάστημα 6 μηνών, γύρω στο τέλος του 2009, όταν έκλεισε και κινδύνευσε να γκρεμιστεί, για να μετατραπεί σε εμπορικό κέντρο. Ευτυχώς ο Φοίβος παρέμεινε ζωντανός, ανακαινίστηκε μάλιστα, εξοπλίστηκε με σύγχρονα μηχανήματα, άλλαξε οθόνη, επισκεύασε τους εσωτερικούς χώρους και έγινε ένας άρτιος, σύγχρονος κινηματογράφος, με ποιοτικό πρόγραμμα προβολών και πιστό κοινό.
1944: Το… στρατόπεδο «Φοίβος»
Του Αλέξανδρου Λαλάκου
Ο Φοίβος όμως δεν είναι μόνο ένας από τους παλαιότερους κινηματογράφους του Λεκανοπεδίου. Αυτή είναι η ευρέως γνωστή του πλευρά, η κύρια σελίδα της ιστορίας του. Υπάρχει και μία άλλη σελίδα, γνωστή σε πολύ λίγους και ιδιαίτερα ευαίσθητη, μία σελίδα που αξίζει να αναφερθεί, γιατί ανήκει σε εκείνες τις σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, όπως είναι τα Δεκεμβριανά, που παραμένουν σκοτεινές.
Τον Δεκέμβριο του 1944 διεξάγονταν σκληρές μάχες, μεταξύ του ΕΛΑΣ και του κυβερνητικού και αγγλικού στρατού. Ο ΕΛΑΣ επέλεξε να στήσει το αρχηγείο του στο Περιστέρι, όπου είχε και την έδρα της η ΟΠΛΑ (Διαβάζουμε στη Wikipedia: Η Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών (Ο.Π.Λ.Α.) ήταν μια ένοπλη οργάνωση, με καθήκοντα ασφαλείας, συλλογής πληροφοριών και εκτέλεσης ειδικών αποστολών, που έδρασε στις πόλεις της Ελλάδας από το 1943 μέχρι το 1947, ήτοι στην Κατοχή, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Αποστολή της οργάνωσης ήταν κυρίως η εξασφάλιση κάλυψης μελών των ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που καταδιώκονταν και έπρεπε να μετακινηθούν από συνοικία σε συνοικία ή άλλη περιοχή. Παράλληλα αναλάμβανε με μικρές ομάδες εκτελεστών, την εξουδετέρωση, αφενός μεν μελών των παραπάνω οργανώσεων που θεωρούνταν ύποπτα ή επικίνδυνα για προδοτική δράση και αφετέρου πολιτών που θεωρούνταν δωσίλογοι, συνεργάτες των κατακτητών, αλλά και στυλοβατών του αστικού καθεστώτος όπως στρατιωτικών, πολιτικών, αστυνομικών και χωροφυλάκων. Επίσης αποτελούσαν τμήμα των ομάδων περιφρούρησης των διαδηλώσεων και προστασίας των συνοικιών Οι ομάδες της ΟΠΛΑ δρούσαν κατά συνοικίες πόλεων, εκτελώντας περιπολίες).
Η ΟΠΛΑ επέλεξε ως δικό της αρχηγείο τον Φοίβο και όσους συλλάμβανε απ’ τους αντιπάλους, τους κρατούσε για ανάκριση στο υπόγειο του κινηματογράφου. Ακόμη εκεί κρατούνταν αναρχικοί, τροτσκιστές αλλά και μέλη του ΚΚΕ που διαφωνούσαν με την επίσημη γραμμή του κόμματος. Πολλά γράφονται, δεν μπορούμε να ξέρουμε ποια είναι ψέματα και ποια αλήθεια. Η προπαγάνδα ήταν ένα σημαντικό κομμάτι για την έκβαση της σύγκρουσης και για τις 2 πλευρές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι πολλές εφημερίδες της δεξιάς παράταξης περιγράφουν πολύ άσχημες συνθήκες στο υπόγειο του Φοίβου, αναφέροντας ότι εκεί παίρνονταν οι αποφάσεις για συνοπτικές δίκες και μαζικές εκτελέσεις ομήρων. Από την άλλη μεριά οι εφημερίδες του ΚΚΕ, ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ και η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ, απαντούν ότι τα πάντα είναι προϊόν προπαγάνδας και οι δήθεν εκτελεσθέντες προέρχονταν από βομβαρδισμούς ή νεκροτομεία που μεταφέρθηκαν στο Περιστέρι.