Η παράγκα των ονείρων των αναμνήσεων Το ξύλινο σχολείο που μόρφωσε τους Περιστεριώτες!

Όνειρο και αναμνήσεις, δύο έννοιες που φαινομενικά συγκρούονται, η μία αποβλέποντας στο μέλλον, η άλλη αναπολώντας το παρελθόν. Κι όμως η παράγκα, αυτό το ξύλινο παράπηγμα, στέγασε από το 1940 έως το 1962 τα όνειρα, τις ελπίδες, τη δίψα για γνώση χιλιάδων παιδιών και σήμερα ακόμη αποτελεί ζωντανή ανάμνηση τόσων και τόσων ενηλίκων, που σε κρίσιμες εποχές έδεσαν τη νιότη τους με την παράγκα και μέσα από αυτή βγήκαν νικητές στο στίβο της ζωής, περήφανοι βιοπαλαιστές, πετυχημένοι ΑΝΘΡΩΠΟΙ. Το στήσιμο της παράγκας, έγινε το 1940. Δεν θα χρησιμοποιήσω τη λέξη «ίδρυση», που παραπέμπει σε Ακαδημίες και Εκπαιδευτήρια, όχι υποτιμώντας την, αλλά τονίζοντας την αντίθεση ανάμεσα στην ευτελή υλική της υπόσταση και την απεριόριστη πνευματική προσφορά της, αποδεικνύοντας ακόμη μια φορά αυτή τη διάσταση ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα, που ευτυχώς ή δυστυχώς δεν συμπορεύονται πάντα.

Ακόμη και στον πλέον ανιστόρητο αυτή η χρονολογία, το 1940, φέρνει στο νου πόλεμο, κατοχή, πείνα, τρόμο. Πόσο αντιφατικό το «στήσιμο» ενός σχολείου σε τέτοιες εποχές αλλά και πόσο αληθινή η ανάγκη για παιδεία σε κάθε εποχή, που δουλεύει ακούραστα, προετοιμάζοντας σε σκοτεινά και παγωμένα καμαράκια τις μεγάλες επαναστάσεις, τις γόνιμες ανατροπές, τους αυριανούς ελεύθερους ανθρώπους;

Θυμάμαι με καμάρι τη μητέρα μου να λέει: «είμαι παιδί της παράγκας». Για λίγα πράγματα καμάρωνε η μητέρα μου κι εγώ δεν ήξερα τι ακριβώς εννοεί, μου φαινόταν σαν αυτοσαρκασμός,  μέχρι που μου εξήγησε για εκείνα τα αλησμόνητα χρόνια, που ήταν κι εκείνη κορίτσι από τις νέες γενιές της παράγκας κι έζησε τη φιλία, τη γνώση, το δρόμο προς την ενηλικίωση μέσα στο ξύλινο σχολείο. Θυμάμαι την Τασούλα Γλυνού, που ζει και βασιλεύει, να αναγγέλλει κάθε φορά τα νέα από τις εκδηλώσεις του Συλλόγου «Η Γενιά της Παράγκας» (ιδρύθηκε το 1985 και από τότε πραγματοποιεί εκδηλώσεις, εκδρομές, συνεστιάσεις των παλιών συμμαθητών που δεν ξεχνούν), τις εκδρομές, τα κουτσομπολιά από τους παλιούς συμμαθητές με ενθουσιασμό. Στα παιδικά μου αυτιά η παράγκα φάνταζε σαν εκείνα τα Πανεπιστήμια  του εξωτερικού που οργάνωναν Reunion και όλοι εμφανίζονταν με αστραφτερά φορέματα και κουστούμια, με χαμόγελα επιτυχίας, παλιοί συμμαθητές και φίλοι. Μα τώρα κατάλαβα πως η παράγκα πολύ απέχει από αυτό. Είναι εδώ, παρούσα ακόμη και στις μέρες μας, στο Περιστέρι και φαίνεται στις καθαρές ματιές των ανθρώπων που με δυσκολίες κατάφεραν να επιβιώσουν, να πετύχουν, να διαγράψουν πορεία με ανεξίτηλα ίχνη. Αν τύχει και περάσετε από το τέρμα της οδού Ρούσβελτ, θυμηθείτε πως στη δυτική της πλευρά έφερε με καμάρι την επιγραφή «ΙΑ’ Μικτόν Γυμνάσιον Περιστερίου». Χιλιάδες παιδιά πέρασαν εκεί τις δυσκολίες της κατοχής και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, σπούδασαν και πολλοί από αυτούς έγιναν καθηγητές Πανεπιστημίου, πετυχημένοι επιχειρηματίες, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, αθλητές. Καθηγητές που δεν ξεχάστηκαν, η «Γαλλίδα» κυρία Παπαγεωργίου, η φιλόλογος Ελένη Υφαντή, μητέρα του ζωγράφου Αλέκου Φασιανού, ο Κανελλόπουλος, ο Βλάχος, ο Παπαχαρίσης, ο Βαζάκας, ο γυμναστής Νικολακόπουλος και τόσοι άλλοι.

Γράφοντας αυτό το κείμενο εκείνο που με εντυπωσίασε είναι ότι η παράγκα έζησε περίπου 20 χρόνια, που τα θεωρώ ελάχιστα σε σχέση με την επιρροή που άσκησε, τη μνήμη που συντήρησε, το τρανταχτό παρόν που ακόμη δίνει στους Περιστεριώτες. «Ξηλώθηκε», όταν  πια δεν άντεχαν τα ξύλινα πόδια της, όπως χαρακτηριστικά είχε γράψει ο αείμνηστος Σεφραφείμ Φυντανίδης, μαθητής κι αυτός της περίφημης παράγκας. Με τα λόγια του θέλω να κλείσω  αυτό το αφιέρωμα, έτσι όπως τα κατέγραψε στη στήλη του «ανθρώπινα»: «Η Γενιά της Παράγκας. Μια μικρή εποποιία, ένας μεγάλος θρίαμβος της ανέχειας πάνω στα εμπόδια της ζωής».

 

Μικρό Ιστορικό

Γράφει η Γιούλη Ηλιοπούλου

Τον Οκτώβριο του 1944, όταν έφυγαν οι Γερμανοί απ’ την Αθήνα, στο Περιστέρι λειτουργούσαν 5 μόνο σχολεία, η παράγκα ως Γυμνάσιο, 3 δημόσια δημοτικά και τα ιδιωτικά Εκπαιδευτήρια του Αριστοτέλη Κάντα (βρίσκονταν στη σημερινή Εθνικής Αντιστάσεως).

Το επίσημο όνομα της παράγκας ήταν «ΙΑ’ Μικτό Αθηνών». Βρισκόταν στο τέλος της οδού Ρούσβελτ (τότε λεγόταν Ολυμπίας), επάνω σε έναν μικρό λόφο που υπάρχει και σήμερα. Επρόκειτο για μία μεγάλη ξύλινη παράγκα, ελαφρώς υπερυψωμένη, με ξύλινο υπόστεγο που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της αυλής και τις βρύσες. Με την έναρξη της πρώτης σχολικής χρονιάς  της (σχολικό έτος 1939-40) η παράγκα υποδέχτηκε, μετά από εισαγωγικές εξετάσεις, 60 περίπου παιδιά.  Την πρώτη εκείνη χρονιά οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα δύσκολες για τους μαθητές. Χωρίς θρανία και καρέκλες, ο κάθε μαθητής έφερνε το καρεκλάκι του ή το σκαμνάκι του από το σπίτι. Οι καθηγητές κι αυτοί όρθιοι, μέχρι να περάσει ο καιρός και να φτάσουν εκεί θρανία, πίνακες και έδρες.  Χαρακτηριστικό  των συνθηκών που επικρατούσαν ήταν ότι μερικά χρόνια μετά την ίδρυσή της, το κτίριο της παράγκας άρχισε να γέρνει, με κίνδυνο για τους μαθητές. Την ευθύνη για την αποκατάσταση ανέλαβαν αφιλοκερδώς δύο μαραγκοί του Περιστερίου, ο Νίκος Κομνηνός και ο Απόστολος Τικόπουλος, οι οποίοι με τρεις κορμούς κυπαρισσιών στερέωσαν το σχολείο και επιπλέον έφτιαξαν τα ταβάνια!

Όλοι παραδέχονται ότι το ξύλινο αυτό Γυμνάσιο, ήταν ένα σχολείο σοβαρό, τα παιδιά του οποίου φοιτούσαν με αγάπη, σύμπνοια και αλληλοσεβασμό. Ίσως ήταν η φυσική αντίδραση, η συσπείρωση γύρω από αγαπημένα πράγματα, όταν οι εξωτερικές συνθήκες είναι ιδιαίτερα δύσκολες. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι μαθητές που τελείωναν τα δημοτικά του Περιστερίου, δεν επέλεγαν τα «καλά» σχολεία του κέντρου, το Λεόντειο, το Αρσάκειο ή το Βαρβάκειο, αλλά την παράγκα. Κι επειδή μετά από λίγα χρόνια οι αίθουσές του δεν χωρούσαν τόσους μαθητές, στην οδό Επιδαύρου, σε μικρή απόσταση «το παράρτημα του Τσάκωνα», ένα διώροφο σπίτι  μεταβλήθηκε σε σχολείο,  για να καλύψει τις ανάγκες της παράγκας.  Είναι αξιοσημείωτο ότι στην παράγκα έρχονταν και μαθητές από γύρω περιοχές, ιδιαίτερα από το Αιγάλεω. Στην παράγκα οι περιορισμοί δεν ήταν υπερβολικοί. Σαφώς οι ενδυματολογικοί: μπλε ποδιά, με λευκό γιακαδάκι  για τα κορίτσια, το σκούρο μπλε πηλίκιο με την κουκουβάγια για τα αγόρια.

Από την παράγκα αποφοίτησαν περισσότερα από 1.500 παιδιά, που διέπρεψαν ποικιλοτρόπως σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Να μην ξεχάσουμε το όνομα του πρώτου γυμνασιάρχη της παράγκας, του φιλολόγου Φωκίωνα Αμπατζή.

Η παράγκα λειτούργησε μέχρι το 1962, με μεγάλες διακοπές ενδιάμεσα (να σημειωθεί ότι στα Δεκεμβριανά έγινε κέντρα στρατολογίας του ΕΛΑΣ).  Τα παιδιά της βίωσαν όλο τον κύκλο των τραγικών γεγονότων που συνέβησαν στη χώρα από την απελευθέρωση του ’44 και μετά και μέτρησαν και τα ίδια απώλειες και συμφορές. Σήμερα η παράγκα έχει μείνει στο μυαλό των Περιστεριωτών σύμβολο και γλυκιά ανάμνηση όσων πήρε μαζί του ο χρόνος, ευχάριστων και τραγικών.

 

Πληροφορίες από το βιβλίο του Γιώργου Χριστοφιλόπουλου « Η πόλη έχει τη δική της ιστορία», Τόμος Α’, Περιστέρι 2010.

Φωτογραφίες : Αρχείο Νίκου Θεοδοσίου