*Του Αποστόλη Ηλιόπουλου
Η υγρασία από τη σπασμένη υδρορροή είχε μαζευτεί σε μια λιμνούλα στο ταβάνι και φλέρταρε με τη βαρύτητα που αποκολλούσε τις σταγόνες μία-μία προς την κουνιστή καρέκλα τρία μέτρα πιο κάτω. Μία ακόμα σταγόνα έσταξε πάνω στο μουσκεμένο από ώρα μούσι του γέροντα, ο οποίος κοιμόταν σκεπασμένος με μια κόκκινη κουβέρτα πάνω στην πολυθρόνα και αφού έπαιξε για λίγο με τις λευκές χορδές του, χωρίστηκε σε μικρά σταγονίδια και βούλιαξε μέσα του, προσθέτοντας λίγα ακόμα μικρογραμμάρια παχύρρευστης υγρασίας σε έναν πολύχρωμο, ζωηρό μικρόκοσμο. Τα εκατομμύρια μικρόβια, βακτήρια, ακάρεα και άλλα μικροσκοπικά πλάσματα υποδέχτηκαν μερικούς νέους επισκέπτες σε αυτό τον ενδιάμεσο σταθμό, από τον οποίο κάποια θα έφευγαν για να φτάσουν και να εποικήσουν έναν πιο φιλόξενο τόπο, ένα νέο οργανισμό, τον οποίο θα «έπιαναν στον ύπνο» και γρήγορα θα πολλαπλασιάζονταν, παλεύοντας να επικρατήσουν, κατατροπώνοντας την οποιαδήποτε άμυνά του στη μάχη για τη ζωή τους.
Ο ασπρομάλλης γέρος άνοιξε τα μάτια, έσκυψε στο παράθυρο και κοίταξε ένα αστέρι που τρεμόσβηνε κι έπειτα φύσηξε δυνατά την κόκκινη μύτη του στο μαντήλι, το οποίο ακούμπησε για λίγο στο μούσι του, επιτρέποντας άλλη μια ανταλλαγή πληθυσμών που για λίγο είδαν το όνειρο της γης της επαγγελίας να πραγματοποιείται μπροστά τους. Μικροοργανισμοί του μαντηλιού και του μουσιού ξανάσμιξαν για μια στιγμή, μπερδεμένοι σε μια αβέβαιη μοίρα, μη γνωρίζοντας πού θα καταλήξουν, αν θα βρουν κάποιο νέο σπίτι με ζωντανά κύτταρα να εγκατασταθούν, ή αν η ζωή τους θα τελείωνε άδοξα, αργοσβήνοντας πηγαινοερχόμενοι από τον βίαιο, αλλά κάπως βολικό κόσμο των γέρικων τριχών στο γεμάτο με συγγενείς και φίλους υγρό μαντήλι, και στα ρούχα τα οποία εγγυούνταν μια ενδιαφέρουσα, αλλά σύντομη και άγονη περιπέτεια.
Αν αυτά τα πλάσματα διέθεταν ανθρώπινη όσφρηση και αν υποθέσουμε ότι τα μόρια που αποτελούν τους οσφρητικούς πομπούς ήταν ικανώς μικρότερα, ώστε να γίνονται οσφρητικά αντιληπτά από τα αισθητήρια όργανά τους, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι θα μύριζαν τη μυρωδιά του καμένου ξύλου, ιδιαίτερα έντονη στις κόκκινες πυτζάμες του γέρου. Τα μικρόβια μοιάζουν λίγο με ανάπηρους καταστροφείς που περιμένουν ένα ζωντανό ποτάμι να τους μεταφέρει, σαν να είναι τα Ο.Υ.Κ. της φύσης, σε ένα ελάχιστο πεδίο δράσης, αρκεί αυτό να επιτρέπει τον άμεσο πολλαπλασιασμό τους. Αυτές οι αυστηρά πειθαρχημένες μονάδες έχουν σαν μοναδικό όπλο την αναπαραγωγή, που, στη δική τους μικροβιολογία, γίνεται πράξη με την άμεση ανταλλαγή γενετικού υλικού, τον διαχωρισμό, τη γέννηση και την ανάπτυξη ενός σχεδόν τέλειου κλώνου παραλλαγμένου μόνο ως προς νέα πιο μοντέρνα χαρακτηριστικά, που θα του επιτρέψουν να ζήσει περισσότερο, να πολλαπλασιαστεί με τη σειρά του καλύτερα, μεταλλάσσοντας χημικά ό,τι ξένο βρίσκει, προς το συμφέρον του. Επειδή σε ανθρώπινη κλίμακα μοιάζει με την εξέλιξη στον πλανήτη γη, θα μπορούσαμε να εξετάσουμε, προσδίδοντάς τους ανθρώπινα χαρακτηριστικά, μεμονωμένα στελέχη του ιού της γρίπης, απορρίμματα του οργανισμού του γέρου μετά από την ολοκληρωτική συντριβή του στρατεύματός τους από τις στρατιές λευκών αιμοσφαιρίων και των εργαστηριακά παρασκευασμένων χημικών βοηθών τους, σε έναν χαμένο πόλεμο που πλησίαζε στο τέλος του και να μιλήσουμε για το ξέφρενο ταξίδι τους στο μαντίλι και στο μούσι. Η σταγόνα, ομαδικός τάφος, μετέφερε και κάποιους ελάχιστους επιζώντες, των οποίων η μοίρα επέλεξε να ξεφύγουν με αυτό τον τρόπο, σε αντίθεση με εκατομμύρια άλλους που ένα δυνατό φτέρνισμα εκτόξευσε στα χαώδη μυστήρια του περιβάλλοντος χώρου, άξαφνα χωρίς προειδοποίηση, ή άλλους που μισοπεθαμένοι περνούσαν από τα νεφρά και καίγονταν στις εκβολές των ούρων.
Ο γέρος ετοιμαζόταν να βγει έξω και κοίταζε το ρολόι του. Είχε τα πάντα έτοιμα και περιεργαζόταν μια μεγάλη και γεμάτη μικροσκοπικά φωτάκια, στρογγυλή υδρόγειο, χαμογελώντας και βήχοντας. Έμοιαζε να προσπαθεί να διαπεράσει με το βλέμμα του τη σφαίρα και να φτάσει στον πυρήνα της, μήπως κι εκεί κρυβόταν κάποιος αθέατος θησαυρός. Αν ο γέρος ήταν βιολόγος, ίσως να εμβάθυνε το βλέμμα του τόσο, ώστε να περάσει τον πυρήνα, να φτάσει στην άλλη πλευρά του φλοιού της σφαίρας και να προχωρήσει μέσα από το δέρμα του χεριού του που την κρατούσε, μέχρι να εντοπίσει στο αίμα του έναν αξιοπερίεργο μικροοργανισμό (θα τον πούμε Έλατο) με μυστική αποστολή, μεταμφιεσμένο σε στρατιώτη της γρίπης, που περίμενε να παρασυρθεί μέσα από τα αιμοφόρα αγγεία κάπου κοντά στα αβέρσεια κανάλια, οπουδήποτε στον σκελετό. Εκεί θα συναντούσε μια ομάδα μικροοργανισμών, που αν όλα είχαν πάει καλά, θα περίμενε φαινομενικά αδρανής και ακίνδυνη σε φίλια στάση προς την ισχυρή άμυνα του γέρου. Στη συνάντηση θα γινόταν πρόσμιξη γενετικού υλικού, που θα παρήγαγε κλώνους διατρητές που θα επιτίθονταν στα οστεοκύτταρα, τα οποία διατεταγμένα γύρω από τα κανάλια με την ικανότητα να προσβάλλουν και τις 20, αν χρειαζόταν, συγκεντρικές τους σειρές. Μόλις περνούσαν στους οστικούς σωληνίσκους, θα τους κατέστρεφαν, με αποτέλεσμα την αποδόμηση του τροφικού κύκλου μέσω των νηματιδίων και την επακόλουθη κατάρρευση των οστεοκυττάρων. Η αντίδραση του οργανισμού προβλεπόταν πως θα ήταν η μείωση παραγωγής σεροτονίνης στο λεπτό έντερο, η οποία είναι γνωστή ως νευροδιαβιβαστής που συνδέεται με το συναίσθημα της εφορίας, αλλά λειτουργεί επίσης ως θεμελιώδες υλικό της οστεοκλάσης, βοηθώντας στην ισορροπία της οστεϊκής μάζας. Ταυτόχρονα οι οστεοβλάστες θα έκαναν υπερέκκριση οστεοειδούς που θα δημιουργούσε νέα κύτταρα, τα οποία με τη σειρά τους θα μετατρέπονταν σε στεγνά και απομονωμένα και προστιθέμενα στα προηγούμενα, γρήγορα θα αποτελούσαν μέλη ενός όγκου που ο γιατρός κοιτάζοντας τον στην ακτινογραφία, θα λοξοκοίταζε τον γέρο και θα μασούσε για λίγο τα λόγια του, μέχρι να ξαναπάρει τον έλεγχο και να του πει ότι δεν είναι καλοήθης και αναπτύσσεται ταχύτατα, "τη βγάζει δεν τη βγάζει" μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα.
Όμως ο γέρος έβαλε στην τσέπη του κόκκινου παντελονιού του το μαντίλι και άνοιξε την πόρτα για να τον χτυπήσει το βαρύ χειμωνιάτικο ψύχος στο πρόσωπο. Γύρω του μαζεύτηκαν εκατοντάδες μικροσκοπικά ανθρωπάκια που κουβαλούσαν ένα τεράστιο σάκο, τον οποίο απόθεσαν στην καρότσα ενός ελκήθρου που έσερναν εφτά τάρανδοι. Ο γέρος σήκωσε ψηλά την υδρόγειο σφαίρα και αυτή άρχισε να λάμπει. Την άφησε να αιωρείται και ανέβηκε στο έλκηθρο. Τα χαρούμενα ανθρωπάκια άρχισαν να τραγουδούν ένα χαρούμενο κι αέρινο τραγούδι με τις τσιριχτές φωνούλες τους και η σφαίρα γύριζε και δημιουργούσε μία δίνη που ρούφηξε ξαφνικά το έλκηθρο, του οποίου η μάζα υποδιπλασιαζόταν, μέχρι να φτάσει στα τρία τέταρτα της ταχύτητας του φωτός.
Ο γέρος χωρίς να αισθάνεται την αλλαγή άρχισε το ταξίδι του και μέχρι το επόμενο πρωί είχε μοιράσει ατελείωτα δώρα κάθε λογής.
Το πρωί εμφανίστηκε ξαφνικά με το έλκηθρό του μπροστά στα μικρά ανθρωπάκια, που τον υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα και χαρούμενες κραυγές.
Μία ατελείωτη νύχτα τον χρόνο, εδώ και αμέτρητα χρόνια, κρατούσε μια υπόσχεση και θα συνέχιζε και άλλες αμέτρητες νύχτες και μέρες στο εργαστήριο να διευθύνει την κατασκευή και την παραγωγή των παιχνιδιών και στο γραφείο να διαβάζει τα γράμματα που λάμβανε. Σήμερα ήταν πρωτοχρονιά. Πήρε άλλη μια ασπιρίνη και κοιμήθηκε δυο ωρίτσες στον καναπέ. Αύριο θα κατέβαινε στην πόλη και θα πήγαινε στον γιατρό. Αυτή η γρίπη δεν έλεγε να περάσει. Εν τω μεταξύ ο Έλατος μόλις είχε συναντήσει την ομάδα του. Αγκαλιές, φιλιά, συνωμοτικά γέλια, φαγοπότι με αλκαλικά στοιχεία στα αγγεία και μετά στρώσιμο στη δουλειά. Τη δική τους δουλειά! Και οι κλώνοι του Έλατου πάνω στα δώρα των παιδιών, περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους. Μέχρι να κατακτήσουν τον κόσμο. Σκοτώνοντας και καταναλώνοντας οτιδήποτε δεν τους μοιάζει. Όπως και οι γονείς των παιδιών.
Καλές γιορτές.
Ο Ηλιόπουλος Αποστόλης είναι Κοινωνιολόγος - υπ. διδάκτωρ στο Πάντειο
Πανεπιστήμιο και Σκηνοθέτης με πολλές συμμετοχές και βραβεύσεις σε διεθνή και Ελληνικά φεστιβάλ, Υπεύθυνος του Κινηματογραφικού Εργαστηρίου του δήμου Περιστερίου από το 2009 μέχρι σήμερα και Αντιπρόεδρος στον σύλλογο γονέων και κηδεμόνων του 4ου δημοτικού Περιστερίου.