Ένας «σύγχρονος Αριστοφάνης», ένας ταλαντούχος, ιδιαίτερος και εξαιρετικά ευφυής ποιητής και χρονικογράφος. Ο λόγος για τον Γεώργιο Σουρή.
Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1853, στη Σύρο. Η οικογένειά του ήταν εύπορη, όμως κάποια στιγμή οι εμπορικές επιχειρήσεις του πατέρα του σταμάτησαν να είναι επικερδείς και χρεοκόπησε. Ο νεαρός Γεώργιος στάλθηκε στη Ρωσία σε έναν θείο του σιτέμπορο για να εργαστεί, αποφεύγοντας την… «καριέρα» του ιερέα την οποία ο πατέρας του ήθελε να ακολουθήσει. Έμεινε για λίγο εκεί, αφού το ποιητικό δαιμόνιο ήδη ενεργούσε μέσα του, γράφοντας κρυφά στίχους. Γύρισε στην Ελλάδα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να πάρει πτυχίο, λόγω αποτυχίας του στη…μετρική.
Στις 2 Απριλίου 1883, 30 ετών έβγαλε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας του, την οποία ο Γεώργιος Δροσίνης βάφτισε «Ο Ρωμηός», μια έμμετρη εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα. Ο «Ρωμηός» κυκλοφόρησε ως τις 17 Νοεμβρίου 1918, για 36 χρόνια και 8 μήνες, σε 1.444 (!) συνολικά τεύχη.
Στον «Ρωμηό» σατίριζε πρόσωπα και γεγονότα της επικαιρότητας, με ευφυή τρόπο. Επειδή δεν ξέφευγε κανείς από την πένα του είχε πολλούς θαυμαστές αλλά και πολλούς επικριτές.
Οι τραπεζίτες ήταν στο στόχαστρό του. Σατίριζε την επικαιρότητα μέσα από τους διαλόγους δύο χαρακτήρων, του Φασουλή και του Περίκλετου. Στο πρώτο κιόλας τεύχος του «Ρωμηού» στο ποίημα του «Πρωταπριλιά» δείχνει τις διαθέσεις του:
Το 1900, στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, παρουσιάστηκαν οι «Νεφέλες» του Αριστοφάνους, σε έμμετρη απόδοσή του.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Σουρής προτάθηκε 5 χρονιές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας:
Το καλοκαίρι του 1919 ασθένησε από την ισπανική γρίπη και πέθανε στις 26 Αύγουστου στο εξοχικό του στο Νέο Φάληρο.
Ο χαμός του προκάλεσε πανελλήνιο πένθος και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού. Μάλιστα μετά το θάνατό του, του απονεμήθηκε το παράσημο του Ανώτατου Ταξιάρχη του Σωτήρος για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα.
Το 1932 στήθηκε η προτομή του στον κήπο του Ζαππείου.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και επίκαιρο ποίημα του είναι το «Δυστυχία σου Ελλάς». Γράφτηκε το 1893 σατιρίζοντας την κατάσταση στην Ελλάδα την περίοδο της πρώτης χρεοκοπίας, επί πρωθυπουργίας του Χαριλάου Τρικούπη. Οι ομοιότητες με τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα της κρίσης είναι χαρακτηριστικές.
Χαρακτηριστικό είναι επίσης και το ποίημά του «Ο Ρωμηός» που σατιρίζει τον χαρακτήρα του Έλληνα, που «αραγμένος» στο καφενείο, έχει για όλα άποψη και είναι καχύποπτος για τα πάντα, βρίζει τους πολιτικούς και την Ευρώπη και ως γνήσιος «ξερόλας» δεν δέχεται την αντίθετη άποψη. Διαβάστε το ποίημα και θα καταλάβετε…
"Δυστυχία σου Ελλάς"
Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ' όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά 'χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά 'χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ' αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που 'χει
στο 'να λουστρίνι, στ' άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.
Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
«Ο Ρωμηός»
Στον καφενέ από έξω σαν μπέης ξαπλωμένος,
του ηλίου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,
και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανέναν δεν κοιτάζω, κανέναν δεν ψηφώ.
Σε μία καρέκλα τονα ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μίαν άλλη, κι ολίγο παρεκεί
Αφήνω το καπέλο, και αρχινώ με τόνο
τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί ουρανός ! τί φύσις !
αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές,
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.
Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους, και όποιους άλλους θέλω,
και στρίβω το μουστάκι με αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαόλου στέλλω
τον ιδιον εαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τον νούν στον Διάκο και εις τον Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Ελληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι επάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.
Την φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω,
επάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ…
εχύθη ο καφές μου , τα ρούχα μου λερώνω,
κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τις πω.
Στον καφετζή ξεσπάω… φωτιά κι εκείνος παίρνει.
Αμέσως άνω κάτω του κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει,
και τέλος… δεν πληρώνω δεκάρα τον καφέ.