Της Γιούλης Ηλιοπούλου
Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
«Ο εφιάλτης της Περσεφόνης» Ν.Γκάτσος
Ο ταξιδιώτης προς Πελοπόννησο, έχοντας διανύσει 15 περίπου χιλιόμετρα από την Αθήνα, στο δεξί του χέρι θα συναντήσει μέσα στο απόκοσμο βιομηχανικό τοπίο των διυλιστηρίων μία λίμνη, τόσο κοντά στη θάλασσα που θα μπορούσε να είναι και προέκτασή της. Ο λόγος για τη λίμνη Κουμουνδούρου, όπως είναι ευρέως γνωστή ή αλλιώς λίμνη της Περσεφόνης.
Τοποθεσία
Η λίμνη Κουμουνδούρου τοποθετείται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Θριάσιου πεδίου. Στα ανατολικά της καταλήγει στον κόλπο της Ελευσίνας και στη νότια πλευρά της προστατεύεται από το όρος Αιγάλεω. Η λεκάνη απορροής της λίμνης έχει έκταση 39 τ.χλμ. και οριοθετείται από το όρος Αιγάλεω, το Βουνό Χασιάς, αλλά και μικρότερους λόφους του Θριάσιου. Βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, η έκταση της είναι 146,5 στρέμματα και η περίμετρός της φτάνει τα 1680 μ. Είναι μια ρηχή λίμνη με νερό υφάλμυρο, λόγω της μεγάλης γειτνίασης με τη θάλασσα. Το βάθος της φτάνει τα 2,5 μέτρα, ενώ βρίσκεται 1,5 μέτρο ψηλότερα από την επιφάνεια της θάλασσας.
Η σύγχρονη ονομασία της λίμνης οφείλεται είτε στο όνομα οικογένειας γαιοκτημόνων στους οποίους ανήκε η περιοχή κατά τον 19ο αιώνα, είτε στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κουμουνδούρο (1817-1883), στη θητεία του οποίου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1860, έγιναν έργα επιχωμάτωσης και οδοποιίας μεταξύ της ακτής του Σκαραμαγκά και της λίμνης. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και με τη διαπλάτυνση της εθνικής οδού Αθηνών – Κορίνθου, η έκταση της επιφάνειάς της μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό.
Δίπλα στη λίμνη Κουμουνδούρου στα βόρεια, υπήρχε και μία δεύτερη λίμνη, η λεγόμενη λίμνη της Δήμητρας (θα μιλήσουμε και γι’ αυτήν παρακάτω), η οποία αποστραγγίστηκε και επιχωματώθηκε στη δεκαετία του 1950 και στη θέση της βρίσκεται σήμερα το εργοστάσιο της εταιρείας Ελληνικά Πετρέλαια (ΕΛ.ΠΕ.).
Κάτω: Κάουπερτ, Χάρτες της Αττικής 1883 | Φωτ. Χάρτης PYRGOS - αριστερά οι αρχαίες Λίμνες των Ρειτών, η μικρότερη που ήταν αφιερωμένη στη Θεά Δήμητρα μπαζώθηκε και αποτελεί τμήμα των ΕΛΠΕ Ασπροπύργου, η μεγαλύτερη που ήταν αφιερωμένη στην Περσεφόνη διασώθηκε - είναι η σημερινή Λίμνη Κουμουνδούρου.
Αρχαιότητα
Ο Παυσανίας, ο μεγάλος περιηγητής της αρχαιότητας γράφει για το σημείο: « Οι λεγόμενοι Ρειτοί ρέουν όπως τα ποτάμια, μα το νερό τους είναι θαλασσινό. Θα μπορούσε να πιστέψει κανείς πως από τον Εύριππο της Χαλκίδας ρέουν κάτω από το έδαφος και χύνονται σε μια θάλασσα χαμηλότερη. Οι Ρειτοί από παράδοση θεωρούνται αφιερωμένοι στην Κόρη και τη Δήμητρα. Ψάρια απ΄ αυτούς μπορούν να πιάνουν μόνον οι ιερείς. Οι Ρειτοί, όπως μαθαίνω, στην παλαιά εποχή αποτελούσαν το σύνορο της χώρας των Ελευσινίων προς τους άλλους Αθηναίους.» Παυσανίας, Αττικά, 38
Δηλαδή οι αρχαίοι «Ρειτοί» ήταν δύο μικρές τεχνητές λίμνες που σχηματίστηκαν από ομάδα πηγών στις δυτικές παρυφές του όρους Αιγάλεω, περίπου 300 μέτρα βόρεια της ακτής. Κατά τις δοξασίες των αρχαίων κατοίκων της Ελευσίνας το νερό της λίμνης αυτής ήταν υποχθόνιο και προερχόταν από τον Ευβοϊκό.
Ήταν προφανώς γεφυρωμένες, για να διευκολύνεται η διέλευση των ταξιδιωτών. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι η διαμόρφωση των λιμνών και των διαρροών των υδάτων προς τη θάλασσα έγινε στα κλασικά χρόνια. Η βόρεια λίμνη ήταν αφιερωμένη στη θεά Δήμητρα, ενώ η λίμνη «προς το άστυ» στην κόρη της Περσεφόνη. Μόνο οι ιερείς αυτών των θεοτήτων είχαν το δικαίωμα να ψαρεύουν εκεί. Στην αρχαιότητα οι Ρειτοί αποτελούσαν το όριο μεταξύ Αθηνών και Ελευσίνας.
Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ελευσίνας υπάρχει επιγραφή με τμήμα από ψήφισμα της αθηναϊκής βουλής σχετικά με τη γεφύρωση ενός από τα δύο ρεύματα των Ρειτών. Η επιγραφή χρονολογείται το 421 π.Χ. και αναφέρει ότι οι Αθηναίοι είχαν αποφασίσει να κατασκευάσουν λίθινη γέφυρα πλάτους πέντε ποδών, δηλαδή περίπου 1,5 μέτρου, προκειμένου οι ιερείς που μετέφεραν τα ιερά της Δήμητρας στην Αθήνα να περνούν με ασφάλεια τα ρεύματα.
Από τα παραπάνω γίνεται προφανές ότι η αρχαιολογική σημασία της λίμνης και της ευρύτερης περιοχής είναι τεράστια.
Η περιβαλλοντική πλευρά
Όπως αναφέρεται και στον ιστότοπο www.naturagraeca.com εξίσου μεγάλη είναι και η περιβαλλοντική σημασία της λίμνης:
«Η λίμνη Κουμουνδούρου αποτελεί ένα εξαιρετικά υποβαθμισμένο οικοσύστημα, το οποίο όμως φιλοξενεί αξιόλογη ορνιθοπανίδα, σύμφωνα με τεκμηριώσεις από την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία και το Ινστιτούτο Εσωτερικών Υδάτων του ΕΛΚΕΘΕ. Η περιοχή είναι επίσης χαρακτηρισμένη ως καταφύγιο άγριας ζωής.
Η λίμνη περιβάλλεται από μια στενή λωρίδα καλαμιών. Στα νότια υπάρχει ένα δάσος με ευκάλυπτους, πεύκα και αλμυρίκια, ενώ στα βόρεια και λίγο μετά τις όχθες υψώνεται ένας λόφος με χαρακτηριστική φρυγανώδη βλάστηση. Στα δύο αυτά σημεία φυτρώνουν πολλά και σπάνια είδη φυτών, από τα οποία ξεχωρίζουν ο κρόκος, η αγριοκρομμύδα, o ασφόδελος και οι ορχιδέες.
Η λίμνη Κουμουνδούρου φιλοξενεί δεκάδες είδη πουλιών, κυρίως υδρόβια και γλαρόμορφα. Στην κορυφή βρίσκεται η σπάνια βαλτόπαπια που κάθε χρόνο επισκέπτεται την λίμνη. Στη λίμνη αναπαράγονται νερόκοτες, φαλαρίδες και νανοβουτηχτάρια. Στα μολυσμένα νερά ζει ακόμα ένα σπάνιο είδος ζαμπαρόλας (Aphanius sp.), πολλά ξενικά κουνοπόψαρα (Gambusia holbrooki), ενώ υπάρχουν ακόμα και χέλια. Τέλος έχει παρατηρηθεί και η παρουσία νεροχελώνων.
Όλη αυτή η βιοποικιλότητα προσπαθεί να επιβιώσει ανάμεσα σε πετρέλαια, αντλίες και δεξαμενές. Οι συνεχείς υπόγειες διαρροές πετρελαίου από τις γύρω βιομηχανίες και τις δεξαμενές καυσίμων (ιδιαίτερα από τα Ελληνικά Πετρέλαια), τα στραγγίσματα από τις χωματερές και η υπέργεια ρύπανση από τα φουγάρα έχουν μολύνει το οικοσύστημα της λίμνης σε πολύ μεγάλο βαθμό. Πλέον αποτελεί ένα πολύ επιβαρυμένο μικρό οικοσύστημα με πολύ ευαίσθητες ισορροπίες ενώ αν συνεχιστεί η υπάρχουσα κατάσταση, η λίμνη θα νεκρώσει. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι η λίμνη Κουμουνδούρου εκτός από οικοσύστημα είναι και κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος. Ένα μικρό διαμάντι φύσης και πολιτισμού που παλεύει να επιβιώσει.»
Η λίμνη, αυτός ο σημαντικός υγρότοπος της δυτικής αττικής, σήμερα έχει μετατραπεί σε δεξαμενή πετρελαιοειδών από τις διπλανές βιομηχανίες και τα διυλιστήρια, ενώ πολύ κοντά βρίσκεται το στρατόπεδο Ξηρογιάννη, όπου αποθηκεύονται υγρά καύσιμα, αλλά και η χωματερή των Άνω Λιοσίων.
Κατά καιρούς πολλές συλλογικότητες πολιτών, Σύλλογοι, Οικολογικές Οργανώσεις (όπως οι ΟΙΚΟ.ΠΟΛΙ.Σ., οι ΦΙΛΟΙ της ΦΥΣΗΣ, η Ορνιθολογική Εταιρία, Διαρκής Κίνηση Χαϊδαρίου, ECOELEUSIS, ο φορέας ΒΟΥΡΚΑΡΙ κ.α.) έχουν διαμαρτυρηθεί έντονα για την κατάσταση της λίμνης και έχουν τονίσει την ανάγκη για λήψη μέτρων προστασίας απέναντι στην απειλή της υπόγειας και υπέργειας ρύπανσης από τα διπλανά εργοστάσια και από τα πετρελαιοειδή των ΕΛΠΕ Ασπροπύργου.
Με τη ρύπανση στη λίμνη Κουμουνδούρου είχε ασχοληθεί και κλιμάκιο επιστημόνων του Ινστιτούτου Εσωτερικών Υδάτων του ΕΛΚΕΘΕ (Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών) που πραγματοποίησε δειγματοληψία και μελέτη κατόπιν εντολής του Δήμου Ασπροπύργου.
Η «πορεία» της λίμνης μέσα στις δεκαετίες που πέρασαν
Για την ιστορία, η λίμνη Κουμουνδούρου το 1974 χαρακτηρίστηκε ως αρχαιολογικός χώρος και ορίστηκε ζώνη προστασίας πλάτους 50 μέτρων γύρω από αυτήν, ενώ το 1999 ολόκληρη η λίμνη και 50 μέτρα περιφερειακά αυτής χαρακτηρίστηκαν ως «Ζώνη Περιαστικού Πάρκου» με τον Ν.2742/1999.
Το 2010 η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία παρουσίασε σε έντυπο "Τα πουλιά των υγροτόπων της Αττικής" και για πρώτη φορά η Λίμνη Κουμουνδούρου παρουσιάζεται ως υγρότοπος, με καταγραφή της ορνιθοπανίδας της. Σε αυτό το πρωταρχικό στάδιο σημαντικό ρόλο για την καταγραφή της ορνιθοπανίδας της Λίμνης Κουμουνδούρου έπαιξε ο κ. Γιώργος Κόκκινος (Διαρκής Κίνηση Χαϊδαρίου) και για την ανάδειξη και προβολή ο Κώστας Φωτεινάκης (ΟΙΚΟ.ΠΟΛΙ.Σ. και ΦΙΛΟΙ της ΦΥΣΗΣ).
Το 2014 η Λίμνη Κουμουνδούρου αναφέρεται μέσα στο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας Αττικής (Φ.Ε.Κ. 156/Α/1-8-2014) στο οποίο αποτελεί μέρος σε Πολιτιστική περιηγητική διαδρομή, διαμορφώνεται σε ενιαίο πάρκο αναψυχής, θέας και πεζοπορίας, με δύο μεγάλους υπερτοπικούς πόλους αναψυχής στη Δυτική και τη Βορειοδυτική Πύλη της Αθήνας, με στόχο την ανάσχεση της περαιτέρω περιβαλλοντικής υποβάθμισης, τη διατήρηση της βιοποικιλότητας της περιοχής και τη λήψη μέτρων για την προστασία και ανάδειξη των πολιτιστικών, αισθητικών, γεωλογικών, χαρακτηριστικών της περιοχής, καθώς και την ανάπτυξη φυσιολατρικών δραστηριοτήτων και περιβαλλοντικής εκπαίδευσης.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των προσπαθειών για ανάδειξη του προβλήματος στη λίμνη, ιδιαίτερα σημαντική ήταν και εξακολουθεί να είναι η κατάρτιση του Περιβαλλοντικού Προγράμματος "Κοιμήσου Περσεφόνη" το 2009 (με νεότερη έκδοση 2012) από την καθηγήτρια κα Δέσποινα Μωυσιάδου (από 1ο Γυμνάσιο Χαϊδαρίου) το οποίο αποτελεί εκπαιδευτικό εργαλείο για τη Λίμνη Κουμουνδούρου.
Η τελευταία «κρούση» για το θέμα της λίμνης έγινε από τον βουλευτή δυτικής Αθήνας με τη ΜΕΡΑ25 Κρίτωνα Αρσένη, με αντίστοιχη επίκαιρη επερώτηση στη Βουλή, που τονίζει το θέμα της περιβαλλοντικής αναβάθμισής της.
Οι έρευνες του ΕΛΚΕΘΕ
Το Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών έχει κατά καιρούς κάνει σημαντικές μελέτες σχετικά με την ποιότητα των υδάτων και την κατάσταση της λίμνης.
Επικοινώνησα με τον κ. Ηλία Δημητρίου, γεωλόγο και ειδικό περιβαλλοντικό επιστήμονα, ερευνητή του τομέα Εσωτερικών Υδάτων του ΕΛΚΕΘΕ (Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών), ο οποίος, μαζί με την ειδική επιστήμονα κ. Αλεξάνδρα Παυλίδου παρουσίασαν τη σημερινή εικόνα της λίμνης από την έρευνα του ΕΛΚΕΘΕ:
«Η ποιότητα των υδάτων της λίμνης Κουμουνδούρου, η οποία είναι μια περιαστική, υφάλμυρη και ρηχή λίμνη της Αττικής, δέχεται σημαντικές πιέσεις λόγω των βιομηχανικών δραστηριοτήτων στην λεκάνη απορροής της. Αν και η ευρύτερη περιοχή έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές στις χρήσεις γης από τις αρχές του 20ού αιώνα, μετατρέποντάς την από αγροτική σε βαριά βιομηχανοποιημένη, η λίμνη Κουμουνδούρου παρέμεινε ως ένας από τους λίγους υγροτόπους της Αττικής, που φιλοξενεί μεταξύ άλλων και ένα μεγάλο αριθμό υδρόβιων πτηνών.
Η ποιότητα του νερού της λίμνης βελτιώθηκε σημαντικά τα προηγούμενα χρόνια σε σχέση με την δεκαετία του 1990, κάτι που είναι φανερό και από έντονη παρουσία οργανισμών όπως υδρόβιων φυτών, πτηνών αλλά και της ιχθυοπανίδας της λίμνης. Παρόλα αυτά ο περιορισμός, μέσω τεχνικών έργων, της φυσικής επικοινωνίας της λίμνης με την θάλασσα, που υπήρχε ανέκαθεν, αλλά και οι συνεχιζόμενες ρυπαντικές πιέσεις από την ευρύτερη περιοχή μέσω του υδροφόρου ορίζοντα, συνεχίζουν να εμποδίζουν την καλή οικοσυστημική λειτουργία της λίμνης.
Για να ανακάμψει ο πολύτιμος αυτός υγρότοπος χρειάζεται να υπάρχει συνεχής περιβαλλοντική παρακολούθηση του, να αποκατασταθεί η μερική έστω, επιφανειακή επικοινωνία του με την θάλασσα και να μειωθούν οι ρυπαντικές πιέσεις από την ευρύτερη περιοχή.»
Τι μέλει γενέσθαι;
Το ερώτημα που αυτόματα τίθεται είναι το πώς μια τέτοια περιοχή, τόσο σημαντική από αρχαιολογική και περιβαλλοντική άποψη, όχι μόνο θα προστατευθεί και θα διασφαλιστεί η βιωσιμότητά της αλλά θα αναδειχθεί και θα γίνει πόλος έλξης για σχολεία, ομάδες, φυσιοδίφες αλλά και απλούς πολίτες, ένας χώρος ήπιας αναψυχής και άθλησης, τόσο κοντά στην Αθήνα. Ελλείψει μάλιστα παρόμοιων χώρων και λόγω της μοναδικότητάς της, θα έπρεπε η προσοχή των αρμόδιων φορέων να έχει στραφεί σοβαρά και ουσιαστικά σε αυτήν και όλα τα σχέδια που παραμένουν στα χαρτιά, να έχουν ξεκινήσει να πραγματώνονται. Η λίμνη επιβάλλεται πρώτα να καθαριστεί, να απομακρυνθούν τα φερτά υλικά που βρίσκονται εντός της, να εντοπιστούν και να εξαλειφθούν οι πηγές ρύπανσης και μετά να γίνει μια ολοκληρωμένη προσπάθεια ανάδειξης και αξιοποίησής της.
Οψόμεθα …..
Πηγές: https://www.naturagraeca.com, http://naturefriends-gr.blogspot.com
Φωτ. Γιώργος Πατρουδάκης στο ΕΘΝΟΣ 15.12.2013 | Στο βάθος ο Κόλπος της Ελευσίνας