Της Γιούλης Ηλιοπούλου
«Τώρα πια ο θάνατος περιφερόταν στους δρόμους με κίτρινη μάσκα, τον νιώθαν οι άνθρωποι πίσω από τα βήματά τους και δε γύριζαν να τον κοιτάξουν, ο φόβος σήμαινε ενοχή. Είχανε φτάσει οι εχτροί σ' αυτό το σημείο, να μη μπορούν να σταθούν παρά μόνο σκοτώνοντας. Την πρωτομαγιά 1944 πήραν διακόσους από το στρατόπεδο του Χαϊδαριού και τους σκοτώσαν αράδα στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Φορτώσαν τα πτώματα, ζεστά σε καμιόνια και τα περάσαν μέσα από το συνοικισμό, τρέχαν ποτάμι τα αίματα όθε περνούσαν, κι ο κόσμος έκλεινε τα παράθυρα δε βαστούσε να βλέπει. Μερικοί σκοτωμένοι δεν είχαν καλά καλά ξεψυχήσει».
Ασημάκη Πανσέληνου, Τότε που ζούσαμε (απόσπασμα)
Ήταν 1η Μαΐου του 1944. Από το Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου ξεκινούν οι 200 ήρωες Έλληνες, μέλη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, για μία τελευταία διαδρομή, προς το Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Μια από τις πιο μελανές σελίδες της σύγχρονης ιστορίας που ξεκίνησε από το Χαϊδάρι. Ας την ξαναθυμηθούμε.
Η ιστορία πριν
Ήδη από τον Φεβρουάριο του 1937 είχε ξεκινήσει η συγκέντρωση των κομμουνιστών και άλλων αγωνιστών κατά της δικτατορίας του Μεταξά, στο φρούριο της Ακροναυπλίας, στις φυλακές της Κέρκυρας και σε μικρά νησιά του Αιγαίου. Τον Απρίλιο του 1941, έγινε και η τυπική παράδοση των 600 κρατουμένων της Ακροναυπλίας στους κατακτητές. Από αυτούς, οι 200 στάλθηκαν στα στρατόπεδα Κατούνας, Βόνιτσας, Λαζαρέτο και Κέρκυρας. Άλλους 300 έστειλαν στο στρατόπεδο Λάρισας- Τρικάλων. Από το στρατόπεδο της Λάρισας, 54 εκτελέστηκαν για αντίποινα στο Κούρνοβο στις 6 Ιουνίου του 1943. Με τη συνθηκολόγηση των Ιταλών στις 8 Σεπτέμβρη 1943, οι Γερμανοί μετέφεραν τους Ακροναυπλιώτες της Λάρισας στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου.
Η εκτέλεση του Γερμανού υποστράτηγου από τον ΕΛΑΣ
Διμοιρία του 8ού Συντάγματος του ΕΛΑΣ έκανε επίθεση στις 27 Απριλίου του 1944 κατά του διοικητή της 41ης Μεραρχίας Οχυρών και υποστράτηγου της ναζιστικής Γερμανίας Φράντς Κρεχ (Franz Krech) και της συνοδείας του στους Μολάους Λακωνίας. Ο διοικητής και μέλη της συνοδείας του έπεσαν νεκροί.
Τα αντίποινα
Η εφημερίδα Καθημερινή στις 30 Απριλίου 1944, μετά την επίθεση ανταρτών του ΕΛΑΣ, δημοσίευσε την εξής ανατριχιαστική ανακοίνωση:
«Την 27ην Απριλίου 1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας εξ ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν Στρατηγόν και τρεις συνοδούς του. Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίστησαν. Ως αντίποινα διατάχτηκε:
Ο τυφεκισμός 200 Κομμουνιστών την 1.5.1944. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάοι προς Σπάρτην έξωθεν των χωρίων. Υπό την εντύπωσιν κακουργήματος τούτου Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο Στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος»
Η ίδια ακριβώς ανακοίνωση μοιράστηκε και με τη μορφή φυλλαδίων από τις γερμανικές Αρχές Κατοχής.
Στο άκουσμα της επικείμενης θηριωδίας όλες οι οργανώσεις του ΕΑΜ και της Κομματικής Οργάνωσης Αθηνών του ΚΚΕ προσπάθησαν σε κάθε επίπεδο να την αποτρέψουν με συγκεντρώσεις, ψηφίσματα σωματείων και διαμαρτυρίες, ενώ έγινε προσπάθεια και για ένοπλη επέμβαση από τον ΕΛΑΣ, που όμως δεν πραγματοποιήθηκε.
Έγινε μάλιστα και συγκέντρωση συγγενών έξω από τη Μητρόπολη Αθηνών, ενώ περιγράφεται πως ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, αργά τη νύχτα, εμφανίστηκε μπροστά στις απελπισμένες γυναίκες και είπε: Δεν μπορώ να κάνω τίποτα και το μόνο που μου απομένει είναι να παρακαλώ το Θεό"
Ο ήρωας Ναπολέων Σουκατζίδης
Την παραμονή πριν από την εκτέλεση, οι δυνάμεις κατοχής πήγαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, για να τη γνωστοποιήσουν στα θύματά τους. Στον κατάλογο των μελλοθανάτων, στον αριθμό 71, υπήρχε το όνομα του Ακροναυπλιώτη Ναπολέοντα Σουκατζίδη. Ήταν ένας νέος, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, γνώστης της γερμανικής γλώσσας που εκτελούσε και χρέη διερμηνέα. Επιπλέον ο Σουκατζίδης περιγράφεται πως κατά το διάστημα της φυλάκισής του ήταν η ψυχή των κρατουμένων του στρατοπέδου. Τους εμψύχωνε, τους βοηθούσε στην επικοινωνία με τους δικούς τους ανθρώπους και έχαιρε σεβασμού ακόμη και από τους Γερμανούς. Στο άκουσμα του ονόματός του ανάμεσα στον κατάλογο των μελλοθανάτων, ο διοικητής του στρατοπέδου επενέβη και πρότεινε να μην τον εκτελέσουν, αλλά να μπει στη θέση του κάποιος άλλος. Η απάντησή του παραμένει ως σύμβολο αυτοθυσίας και ηρωισμού:
-«Δέχομαι, κύριε διοικητά, τη ζωή, με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλο κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή!». Φυσικά η πρότασή του δεν έγινε δεκτή και ο Σουκατζίδης πήρε τον δρόμο της θυσίας.
Η εκτέλεση των 200 κρατουμένων έγινε το πρωί της 1ης Μαΐου 1944 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής (στο «Θυσιαστήριο της Λευτεριάς», όπως ονομάστηκε μεταγενέστερα). Εκεί τους χώρισαν σε εικοσάδες. Στην τελευταία εικοσάδα βάλαν τον Σουκατζίδη, για να μπορέσουν να τον χρησιμοποιήσουν ως μεταφραστή. Τους εκτελέσθηκαν με οπλοπολυβόλα. Οι σοροί μεταφέρθηκαν στο Γ΄ Νεκροταφείο και τάφηκαν σε ατομικούς τάφους. Αιώνια έχουν μείνει τα τελευταία λόγια τους πριν περάσουν στη «σφαίρα» των ηρώων: «Ζήτω η Ελλάδα. Ζήτω η λευτεριά».