Η ζωντανή ιστορία της ομάδας του Περιστερίου

Κώστας και Σταύρος Μισαηλίδης: Ο δικός μας Ατρόμητος

 

της Ελισάβετ Σταματίου

 

Τότε που το Περιστέρι ήταν γεμάτο αλάνες, τότε που τα παιδικά όνειρα στροβιλίζονταν γύρω από μία μπάλα, στην Αθήνα μιας άλλης εποχής, με τους μεγάλους χωμάτινους δρόμους, τα δέντρα και τις μονοκατοικίες, ήρθαν από την Κωνσταντινούπολη τα αδέρφια Μισαηλίδη και η ζωή τους συνυφάνθηκε άρρηκτα με την ιστορία του Ατρομήτου. Εκείνη η ομάδα που ξεκίνησε το 1923, για να διαγράψει μια μεγάλη πορεία, με κορυφώσεις αλλά και πτώσεις, γράφοντας παράλληλα την ιστορία του Περιστερίου. Η πρώτη δεκαετία του Ατρομήτου συνδυάστηκε με πολλές επιτυχίες, ενώ τη δεκαετία του 1940 η ομάδα μετείχε στο πρωτάθλημα Β’ Αθηνών. Από το 1957 κάνει εντυπωσιακή πορεία αλλά δεν καταφέρνει την άνοδο στην Α κατηγορία. Στέφεται βασιλιάς της Β’ Εθνικής, ενώ τη δεκαετία του 1970 στηρίζεται σε παίκτες γηγενείς, που έπαιζαν για τη φανέλα και λαμβάνει χώρα η χρυσή δεκαετία στην ιστορία του.

Ο Κώστας και ο Σταύρος Μισαηλίδης, γεννημένοι στην Κωνσταντινούπολη, ήρθαν στο Περιστέρι το 1965 και για πολλά χρόνια φόρεσαν και τίμησαν τη φανέλα του Ατρομήτου.

Ο Κώστας Μισαηλίδης ήταν το δεκάρι του Ατρομήτου επί σειρά ετών, ενώ ο Στάυρος ήταν το «μηχανάκι» της ομάδας. Ένας παίκτης που έτρεχε ακατάπαυστα, ένας αληθινός εργάτης. Ο Κώστας Μισαηλίδης χαρακτηριστικά δηλώνει: «Παίζαμε στον Ορχομενό και ήρθαν να με δουν άνθρωποι από τον Παναθηναϊκό. Παίζαμε κόντρα στην ομάδα της Κορίνθου. Όμως επηρεάστηκα με συνέπεια να μην παίξω καθόλου καλά. Έτσι δεν έγινε ποτέ η μεταγραφή». Επίσης δεν έχει ξεχάσει ποτέ το γκολ με ψαλιδάκι που είχε πετύχει στο γήπεδο του Περιστερίου κόντρα στην Παναχαϊκή (1-1).

Ο αδελφός του Σταύρος θυμάται: « Ξεκίνησα το ποδόσφαιρο σε ηλικία 11 ετών και παίζαμε πριν από τα παιχνίδια της μεγάλης ομάδας. Τότε το γήπεδο γέμιζε σε κάθε ματς και είχαμε μια ομάδα που αποτελούσε τον φόβο και τον τρόμο πολλών σωματείων».

Και οι δυο συμφωνούν πως κλειδί της επιτυχίας εκείνης της ομάδας ήταν οι πολύ καλοί παίκτες γέννημα θρέμμα του Περιστερίου αλλά και οι καλοί ξένοι. Τα πρώτα λεφτά ήταν 1200 δραχμές και το πριμ κυμαινόταν ανάλογα με το παιχνίδι. Μόλις ήρθε ο Κασπίρης το πριμ ανήλθε σε 10.000 δραχμές για τη νίκη.

Μιλώντας με τον Κώστα διέκρινα τη νοσταλγία του για εκείνα τα χρόνια. Στην ερώτησή μου  τι έχει αλλάξει σήμερα, απάντησε: «Το πάθος του ντόπιου που παίζει για τη φανέλα του, το πάθος των φιλάθλων που πονούν τον τόπο τους. Η αναζήτηση ταλέντων στις αλάνες».

Συνειδητοποίησα ότι η εμπορευματοποίηση του αθλητισμού, τα μυθικά ποσά και οι διαρκείς μετακινήσεις παικτών έχουν αλλοιώσει εκείνο το παιδικό όνειρο αλλά δεν έχουν σβήσει την αγάπη για το ποδόσφαιρο και το όραμα για το μέλλον.

Ο Σταύρος και ο Κώστας διατηρούν εδώ και χρόνια μια Ακαδημία Ποδοσφαίρου στο Περιστέρι, όπου με αγάπη και μεράκι προπονούν παιδιά και εφήβους, προετοιμάζοντας ίσως τους αυριανούς διαδόχους τους. Έτσι η νοσταλγία μετατρέπεται σε δημιουργική δύναμη και το παρελθόν δίνει ώθηση στο παρόν προετοιμάζοντας τις νέες γενιές αθλητών.

Ο δικός μας Ατρόμητος, ο Ατρόμητος όλων εμάς των Περιστεριωτών, συνεχίζει να υπάρχει. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ανδρέας Παχατουρίδης «Μαζί του μεγαλώσαμε όταν παιδάκια παίζαμε στις αλάνες, θαυμάζοντας τους παίκτες της ομάδας, μαζί του γίναμε αμούστακα αντράκια και μαζί του ως γνήσιοι Περιστεριώτες βλέπουμε την ομάδα μας να πρωταγωνιστεί στα σαλόνια της Α’ Εθνικής».

Παρόλο που την περίοδο 80-81 ξεκινάει η αντίστροφη μέτρηση, μια χρονιά με πολλές μεταγραφές και οικονομικά προβλήματα, παρόλο που την περίοδο 1986-87 υποβιβάζεται στη Γ’ Εθνική και το 1994 φτάνει στο έσχατο σημείο της ιστορίας του, καταφέρνει να ανακάμψει και από το 2005 να ξανακατακτήσει το όραμα και την προοπτική, ξυπνώντας απ’  τον λήθαργο τους φιλάθλους του Περιστερίου. Με κορυφαία χρονιά το καλοκαίρι του 1972 που μια λαοθάλασσα από φιλάθλους πλημμύρισε την Αθήνα, την Ομόνοια και βεβαίως το Περιστέρι, για να γιορτάσει την κορυφαία μέχρι τότε επιτυχία του Ατρομήτου, την άνοδο στην Α’ Εθνική.

Το δημαρχείο της πόλης έγινε το επίκεντρο των πανηγυρισμών και ο Σάββας Παπάζογλου ήταν ο προπονητής που οδήγησε τον Ατρόμητο στα μεγάλα σαλόνια. Αν μιλήσεις για πολλή ώρα με τον Κώστα και τον Σταύρο Μισαηλίδη, σου μεταφέρεται η ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής και συνειδητοποιείς πως τα αποθέματα αισιοδοξίας και ενεργητικότητας ενυπάρχουν ακόμη και διαγράφονται και στην τωρινή προπονητική τους πορεία.

Γνωρίζοντας ότι δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στην εποχή της αλάνας, γνωρίζοντας ότι οι χωματόδρομοι έχουν πλέον αντικατασταθεί από μεγάλες λεωφόρους και τα παιδιά μας κολλημένα στα επιτεύγματα της τεχνολογίας, δεν μπορούν να βιώσουν το ξένοιαστο παιχνίδι του παρελθόντος, θα ήθελα να διατηρηθεί στα μάτια τους κάτι απ’ το πάθος και την αγνότητα εκείνης της εποχής. Χαίρομαι που ο γιος μου αποφάσισε να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο, χαίρομαι που μου λέει «Μαμά πάω να παίξω μπάλα», θυμίζοντάς μου τότε που Θεοφράστου και Σαρανταπόρου υπήρχε ένα μικρό οικόπεδο, όπου τα αγόρια έπαιζαν μπάλα και εμείς τα κορίτσια δίπλα λάστιχο. Εκεί παίχτηκαν τα πρώτα πειράγματα, τα πρώτα φλερτ, με μια μπάλα να ενοχλεί τα κορίτσια, αλλά συγχρόνως να κρυφοκοιτούν, διαλέγοντας τον παίκτη τους. Η αίγλη και η επιρροή αυτής της μπάλας, όσα χρόνια κι αν πέρασαν, παραμένει αμείωτη, συσπειρώνοντας γύρω της μικρούς και μεγάλους, Περιστεριώτες και μη, λαούς και έθνη.

Πάμε για ένα φιλικό;

 

Φωτογραφίες: «Φτερούγισμα στη δόξα». Παύλος Κατώνης