Ουκρανία, Μπάμπι Γιάρ, σφαγή, ΝΑΖΙ

Ουκρανία- Μπάμπι Γιάρ: Το έγκλημα των Ναζί και η επανάληψη της ιστορίας

Kατά τη διάρκεια της επίθεσης στην ουκρανική πρωτεύουσα από ρωσικές δυνάμεις με πυραύλους κατά του πύργου τηλεπικοινωνιών του Κιέβου, επλήγη και η γειτονική τοποθεσία Μπάμπι Γιαρ (Μπάμπγι Γυαρ), όπου βρίσκεται το ομώνυμο Κέντρο Μνήμης Ολοκαυτώματος.

Το Μπάμπι Γιάρ είναι ιστορικά συνδεδεμένο με εκτελέσεις, κυρίως Εβραίων Σοβιετικών πολιτών κατά τη διάρκεια της Ναζιστικής κατοχής της Ουκρανίας.

Η διαβόητη Σφαγή του Μπάμπι Γιαρ έλαβε χώρα στην Ουκρανία κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στις 29-30 Σεπτεμβρίου 1941

Το Κίεβο καταλήφθηκε από στρατεύματα της Γερμανικής 6ης Στρατιάς στις 19 Σεπτεμβρίου 1941. Η πόλη είχε τότε περίπου 900.000 κατοίκους, από τους οποίους 150.000 ως 200.000 ήταν Εβραίοι. Οι Σοβιετικοί, μη θέλοντας να εγκαταλείψουν τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις της χώρας τους στις δυνάμεις του Χίτλερ, τις αποσυναρμολόγησαν και τις μετέφεραν σε περιοχές κοντά στα Ουράλια όρη. Μαζί με τις βιομηχανίες που απομάκρυναν, ήταν και το ειδικευμένο προσωπικό που τις επάνδρωνε. Ανάμεσα στο προσωπικό αυτό ήταν και ανεξακρίβωτος αριθμός Εβραίων (από 30.000 έως 100.000) από το Κίεβο. Οι υπόλοιποι παρέμειναν στην πόλη, καθώς έλειπαν τελείως τα μεταφορικά μέσα, ενώ οι Γερμανοί απαγόρευσαν κάθε μετακίνηση πληθυσμού.

Στις 23 Σεπτεμβρίου έγινε σαμποτάζ στην πόλη, πιθανότατα από άνδρες της NKVD (Νι-Κα-Βε-Ντέ), της μυστικής υπηρεσίας του σταλινικού καθεστώτος: Εξερράγησαν αρκετές βόμβες, οι οποίες κατέστρεψαν επιταγμένα κτίρια, ανάμεσα στα οποία το αρχηγείο των Γερμανικών στρατευμάτων και το ξενοδοχείο Κοντινένταλ, κατάλυμα των ανώτερων Γερμανών αξιωματικών, ενώ καταστράφηκε και ένα τμήμα της πόλης. Ακολούθησε πυρκαγιά και κατά τη διάρκεια των προσπαθειών κατάσβεσής της συνελήφθη ένας Εβραίος, ο οποίος έκοψε μια από τις μάνικες εκτόξευσης νερού και ο οποίος εκτελέσθηκε επί τόπου.

Αν και οι Εβραίοι είχαν ήδη αρχίσει να υφίστανται διώξεις από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής, το γεγονός αποτέλεσε την αφορμή για την εξολόθρευση ολόκληρου του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1941 η αποστολή εξόντωσης ανατέθηκε στο Ζόντερκομμάντο (Sonderkommando) 4a, υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη των SS (SS-Standartenführer) Πάουλ Μπλόμπελ (Paul Blobel). Στις 28 Σεπτεμβρίου μια ανακοίνωση των δυνάμεων κατοχής κάλεσε όλο τον εβραϊκό πληθυσμό της πόλης να συγκεντρωθεί σε ένα πλατύ σταυροδρόμι στις 8 το πρωί της επομένης, 29ης Σεπτεμβρίου. Στην ανακοίνωση οι Εβραίοι καλούνταν να έχουν μαζί τους όλα τα χαρτιά τους, ζεστά ρούχα και εσώρουχα, καθώς και όλα τα φορητά πολύτιμα αντικείμενά τους. Όποιος συλλαμβανόταν σε διαφορετικό μέρος θα εκτελούνταν επί τόπου, ενώ το ίδιο θα συνέβαινε και με όποιον μη Εβραίο παρείχε καταφύγιο ή τρόπο διαφυγής σε Εβραίο. Η φήμη που κυκλοφόρησε ανάμεσα στους Εβραίους ήταν ότι θα μεταφέρονταν σε στρατόπεδο εργασίας στη Γερμανία.

Η διαταγή τής 28ης Σεπτεμβρίου 1941 στη Ρωσική, στην Ουκρανική και τη Γερμανική για τη συγκέντρωση όλων των Εβραίων και των τιμαλφών τους, προκειμένου να εκτελεστούν ομαδικά (δήθεν για να εκτοπιστούν σε στρατόπεδο εργασίας).

Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, άρχισε η πορεία, σε ομάδες των 100 ατόμων, προς τη χαράδρα Μπάμπι Γιαρ, κοντά στην οποία υπήρχε και εβραϊκό νεκροταφείο. Οι Εβραίοι επιτηρούνταν από ομάδες των SS, των SD και ουκρανικής αστυνομίας. Για μεγαλύτερη ασφάλεια, η χαράδρα είχε περιφραχτεί με συρματόπλεγμα, ενώ υπήρχε και τριπλός κύκλος ασφάλειας από ενόπλους. Μόλις έφθαναν, οι Εβραίοι διατάσσονταν να γδυθούν και να τακτοποιήσουν τα ρούχα και τα υπάρχοντά τους και, στη συνέχεια, σε ομάδες των 10 ατόμων, οδηγούνταν στο άκρο της χαράδρας, όπου και εκτελούνταν με πυρά αυτόματων όπλων και πολυβόλων. Η σφαγή διήρκεσε τέσσερα (κατ' άλλους δύο) ολόκληρα εικοσιτετράωρα, μέχρι τις 3 Οκτωβρίου. Ο αριθμός των εκτελεσθέντων υπολογίζεται σε περίπου 35.000 σύμφωνα με το Ίδρυμα Σίμον Βίζενταλ.

 

Μπάμπι Γιαρ

Το «Μπάμπι Γιαρ» μαζί με το «Αν…» του Ράντιαρντ Κίπλιγκ θεωρούνται ως τα δυο κορυφαία ποιήματα της παγκόσμιας ποίησης.

Αυτό το ποίημα γραμμένο το 1961 έκανε τον Ευγκένι Γεφτουσένκο γνωστό σε όλο τον κόσμο, παρ’ όλο που ήδη ήταν και είναι μεγάλος ποιητής.

Σχετικά πρόσφατα έγινε ευρέος γνωστό πως το ποίημα έγραψε ο Γιούρι Βλόντοφ (1932-2009) ένας πολύ σημαντικός ποιητής με αναμφισβήτητο ταλέντο που όμως ήταν αντιφρονούντος, είχε σχέση με τον υπόκοσμο και έγραφε αντισοβιετικά ποιήματα. Κι ως αποτέλεσμα δεν μπορούσε να εκδώσει τα έργα του.

Πολλοί άνθρωποι εκτιμούν την πράξη του Γεφτουσένκο ως ηρωική. Πράγματι χρειαζόταν θάρρος και τόλμη για να προσπαθήσεις να εκτυπώσεις σε μια μεγάλη εφημερίδα ενός αντισημιτικού καθεστώτος κάτι παρόμοιο.

Ο Γεφτουσένκο με το κύρος του τα κατάφερε, ενώ για τον Βλόντοφ δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να δημοσιεύσει το ποίημά του.

Το ποίημα συμπληρώθηκε από τον Γεφτουσένκο με 16 αράδες, είναι πλάγια τα γράμματα στον παρακάτω κείμενο.

 

Παν’ απ’ το Μπάμπι Γιαρ μνημείο δεν υπάρχει.

Απότομη χαράδρα, σαν επιτύμβιο κακοφτιαγμένο.

Μπήκαν στη γη, και με τιμές εγκληματίες και

πολέμαρχοι,

Αλλά ο λάκκος τεράστιος χιλιάδων Εβραίων,

έμεινε βουβαμένο.

Εδώ, μου φαίνεται πως είμαι Ιουδαίος.

Να, οδοιπορώ στην Αίγυπτο των φαραώ,

Ενώ ιδού εκπνέω Εσταυρωμένος,

και μέχρι τώρα πάνω μου ουλές καρφιών.

Νομίζω πως ο Ντρέιφους, είμαι ‘γω.

Η εχθρική προδιάθεση ο καταδότης μου κι ο δικαστής.

Για τα σίδερα με πάνε σαν κοινό κακούργο.

Έπεσα στην παγίδα, είμαι περικυκλωμένος,

κυνηγημένος και συκοφαντημένος.

Κι οργισμένες κυράτσες με φαρμπαλάδες και δαντέλες

χώνουν στο πρόσωπό μου τις ομπρέλες.

Μου φαίνεται πως είμαι αγόρι από το Μπελοστόκ.

Τρέχει το οινόπνευμα και ρέει το αίμα περισσό.

Ασχημονούν οι θαμώνες του μπάγκου της ταβέρνας,

μυρίζουν βότκα και κρεμμύδι μισό – μισό.

Με τις μπότες τους μ’ έφεραν σε ακινησία.

Τους μπροστάρηδες του πογκρόμ ικετεύω ματαίως.

Υπό το χάχανο: «Χτύπα Ιούδες, σώσε τη Ρωσία!»

τη μητέρα μου βιάζει ο αλευράς λυσσαλέος.

Ω! ρωσικέ λαέ! Γνωρίζω, ότι είσαι

Διεθνιστής στην ουσία.

Αλλά συχνά οι φανατισμένοι αντισημίτες,

το όνομά σου έκαναν θυσία.

Γνωρίζω την καλοσύνη της γης σου.

Τι ατιμία! Οι άνθρωποι του Διαβόλου του ναού

τους εαυτούς τους πομπώδης βάφτισαν:

«Ένωση ρωσικού λαού!»

Μου φαίνεται: είμαι η Άννα Φρανκ,

λεπτή σαν του Απρίλη το κλαδάκι.

Της μέρες άγριες μετρώ,

με το στυλό στο χέρι.

Εδώ και δυο χρόνια κρύβομαι σ’ ένα κλουβάκι.

Μου αρπάξανε τη γη και τη ζωή.

Απαγορεύεται ο ουρανός, δεν γίνεται να νιώθω αεράκι.

Αλλά και επιτρέπονται πολλά: γίνεται στο σκοτεινό

κελί μας, με τρυφερότητα ν’ αγκαλιαστούμε.

Έρχεται κάποιος;

Μη φοβάσαι! Είναι το βοητό της άνοιξης που έρχεται.

Αγκάλιασέ με πιο σφιχτά.

Και μην τρομάζεις.

Σπάνε την πόρτα;

Όχι, σπάει ο πάγος στο ποτάμι…

Παν’ απ’ το Μπάμπι Γιαρ των αγριόχορτων η θροή.

Σαν δικαστές κοιτάνε τα δέντρα αυστηρά.

Τα πάντα με σιωπή φωνάζουν,

και το καπέλο βγάζοντας,

νιώθω πως τα μαλλιά μου ασπρίζουν αργά.

Κι ο ίδιος είμαι σαν άηχη ασταμάτητη κραυγή,

παν’ απ’ τον χιλίων χιλιάδων ενταφιασμένων.

Είμαι του κάθε, εδώ τουφεκισμένου γέρου η οργή.

Είμαι το κάθε παιδί τουφεκισμένο.

Τίποτα μέσα μου μπορεί να ξεχάσει αυτό!

Η «Διεθνής» να βροντά σαν δυναμίτης,

όταν για πάντα θα θαφτεί

ο τελευταίος πάνω στη γη αντισημίτης.

Αίμα εβραϊκό δεν έχει το δικό μου αίμα.

Των Εβραίων το αίμα βράζει στην ψυχή μου

Αλλά τον δρόμο που κρατάω είναι ίσιος:

Εβραίος είμαι για αντισημίτες,

γι’ αυτό και είμαι Ρώσος γνήσιος!

 

Γιούρι Βλόντοφ και Ε. Γεφτουσένκο

1961, (2015)