Το 1925 πρόσφυγες «πετιούνται» σε μια απόμακρη περιοχή της Αθήνας, σε έναν σκουπιδότοπο, στο Περιστέρι. Ζουν μέσα σε παράγκες, χωρίς εργασία και υποδομές, με τεράστια προβλήματα σε ύδρευση, ηλεκτρισμό, υγιεινή, με πολλές αρρώστιες, έλλειψη σε μεταφορικά μέσα κ.ά. Ο νέος αυτός προσφυγικός κόσμος βρίσκεται όχι μόνο στο γεωγραφικό περιθώριο της αθηναϊκής κοινωνίας, αλλά και στο κοινωνικό, ιδεολογικό, πολιτιστικό και πολιτικό περιθώριο. Οι κάτοικοι γενικά είναι παραδομένοι στις δυνάμεις της φύσης, ενώ η φτώχεια, η πείνα και υποαπασχόληση κυριαρχούν.
Στα 1934 ιδρύεται στην περιοχή ένα νέο υπερσύγχρονο εργοστασιακό συγκρότημα της οικογένειας Λαναρά. Η λειτουργία του εργοστασίου συνιστά σταθμό και θα αποτελέσει στοιχείο της ταυτότητας του Περιστερίου. Χιλιάδες άνεργα και υποαπασχολούμενα εργατικά χέρια απέκτησαν εργασία. Σταδιακά την δεκαετία του 1930 ο συνοικισμός από μια ανοργάνωτη παραγκούπολη εξελίσσεται, αν και όχι χωρίς προβλήματα, σε μια οργανωμένη κοινωνία. Στα 1939 μάλιστα η πλειονότητα των παραγκών θα έχει αντικατασταθεί με κτιστά σπίτια, ενώ η γειτονιά θα έχει πλατείες, λεωφόρους, δρόμους, εκκλησίες. Το Ελεύθερο Βήμα (Ελεύθερον Βήμα, 13/3/39) πανηγυρίζει γράφοντας πως η υγιεινή και άνετη προσφυγική κατοικία είναι ο επίλογος ενός μεγάλου έργου μιας δεκαπενταετούς ηρωικής προσπάθειας που αποκαθιστά οριστικά και βελτιώνει την τύχη των άτυχων προσφύγων.
Η γειτονιά στο Περιστέρι διαμόρφωνε τους κώδικες και τους κανόνες λειτουργίας της κοινότητας, η ακολουθία τους ήταν τιμή, παραβίασή τους θεωρούταν ατιμία και ωθούσε τα μέλη στο περιθώριο. Η γειτονιά ήταν ο παράγοντας που λειτουργούσε ως κοινή γνώμη επιδρώντας άμεσα ή έμμεσα καθοριστικά στις ιδιωτικές υποθέσεις. Συμπεριφορές λοιπόν που θεωρούνται παραδοσιακές και χαρακτηρίζουν τον αγροτικό χώρο, όχι μόνο διατηρούνται αλλά και αναπαράγονται μέσα στα νέα αστικά πλαίσια, στις νέες πόλεις και γειτονιές που δημιουργούνται, όπως αυτή στο προσφυγικό Περιστέρι. Εξάλλου η περιοχή σταδιακά δέχεται νέους εσωτερικούς μετανάστες από τα νησιά και την Πελοπόννησο με τις δικές τους κουλτούρες.
Οι κανόνες της γειτονιάς όριζαν αυστηρά τη θέση των δύο φύλων στην οικογένεια, τη θέση της γυναίκας στο σπίτι, την πολιτική, τις ερωτικές επαφές. Ως εκ τούτου, παραβιάζουν και καταπιέζουν με ασφυκτικό τρόπο την ατομικότητα, κυρίως των νέων και ιδιαίτερα των νέων κοριτσιών τα οποία με την εργασία τους στο εργοστάσιο φαίνεται να αυτονομούνται ή να διεκδικούν την αυτονομία τους προκαλώντας τριγμούς στις παραδοσιακές ιεραρχίες, καθώς μπορεί να έχουν καλύτερες αμοιβές από άλλα αντρικά μέλη της οικογένειας ή τις παλιότερες γενιές. Η προσβολή τιμής μπορεί να είναι καθαρά ενδοοικογενειακή και να αφορά τις εσωτερικές ιεραρχήσεις και τις σχέσεις των άρρενων μελών. Η υπόληψη όμως είναι και πολιτική. Για παράδειγμα διαβάζουμε ότι κοπέλα από το Περιστέρι εγκατέλειψε την οικογένειά της ερχόμενη σε σύγκρουση με τον πατέρα της, όταν εκείνος της απαγόρεψε να είναι μέλος κομμουνιστικής οργάνωσης (Αθηναϊκά Νέα, 19/8/32). Οι ρήξεις στις παραδοσιακές έμφυλες ιεραρχίες και τα χάσματα στις γενιές είναι επιπλέον ιδεολογικές με την ανάδυση μιας ριζοσπαστικής νεανικής δράσης μέσα από τις κομμουνιστικές οργανώσεις.
Προσβολές, ερωτικοί διαξιφισμοί, ερωτικές απογοητεύσεις, ζηλοτυπίες, υποψίες και εγωισμοί οδηγούσαν σε φόνους και βία γεμίζοντας τις εφημερίδες με σχετικές ειδήσεις. Πολλές φορές τα άγρια ερωτικά δράματα είχαν οικονομικές βάσεις, όπως, όταν 28χρονος εισπράκτορας λεωφορείου σκότωσε την αρραβωνιαστικιά του, επειδή η μητέρα της αθέτησε την υπόσχεση γάμου εξαιτίας της απόλυσης από την δουλειά του. Ερωτικού είδους «ατιμίες» οδηγούσαν κοπέλες κυρίως σε απόπειρες αυτοκτονίας με τη χρήση συνήθως κινίνης, αλλά και άντρες συνήθως με όπλο, όπως αποπειράθηκε ο εν λόγω εισπράκτορας. Δεν είναι όμως μόνο οι γυναίκες θύματα βίας, αλλά και οι άντρες όταν αυτοί παραβιάζουν τους κώδικες, όπως εκείνος που δάρθηκε από τη σύζυγο και την πεθερά του, ή εκείνος ο οινοπώλης ο οποίος πυροβολήθηκε από 25χρονη «εγκαταληφθείσα». Το γεγονός αυτό είναι αξιοσημείωτο από τον αρθρογράφο της εφημερίδας διότι συνήθως οι γυναίκες στα «εγκλήματα τιμής» επιτίθεντο με βιτριόλι και όχι με πιστόλι που είναι αντρικό όπλο.
Εκτός από τα εγκλήματα ηθικής τιμής υπήρχαν και εγκλήματα οικονομικής ή γενικότερα επαγγελματικής τιμής. Οικονομικές διαφορές και βεντέτες φτάνανε στο φόνο, όπως μεταξύ δύο Μανιατών στο Περιστέρι οι οποίοι μετέφεραν την οικογενειακή σύγκρουση από τη Μάνη στην πόλη. (Αθηναϊκά Νέα, 20/5/37). Αλλού διαβάζουμε για μια αιματηρή συμπλοκή με περίστροφα που προκάλεσε πολλούς τραυματισμούς όταν πρόσφυγας άνοιξε ανταγωνιστικό παντοπωλείο κοντά σε ήδη ένα. Οι συγκρούσεις με σουγιάδες πολλές φορές ήταν απλά προσωπικής τιμής και χαρακτηρίζονταν από τις εφημερίδες «δι’ ασήμαντον αφορμήν». Αλλά δεν είναι μόνο τα εγκλήματα τιμής και εκδίκησης, καθώς διαβάζουμε στον τύπο σωρεία μικροεγκλημάτων να έχουν ως επίκεντρο το συνοικισμό.
Η καθημερινή βία είναι τόσο συχνή και τα πάθη τόσο έντονα στο Περιστέρι που τα Αθηναϊκά Νέα δημοσιεύουν ένα σατιρικό ποίημα με τίτλο «Το Περιστέρι» παιχνιδίζοντας με το διπλό νόημα της λέξης. Στην πραγματικότητα το ποίημα αυτό καταδεικνύει το διχασμό μεταξύ του αστικού κόσμου της Αθήνας και του λαϊκού κόσμου του Περιστερίου. Είναι ο τρόπος που ο εξωτερικός αστικός κόσμος των Αθηνών προσλαμβάνει το περιθωριοποιημένο κόσμο του Περιστερίου.
Η ένταξη του ατόμου μέσα στην οικογένεια και την γειτονιά δημιουργεί το πρότυπο, δηλαδή την παραδοσιακή ένταξη του ατόμου μέσα σε συλλογικές δομές. Δημιουργεί όμως και τη ριζοσπαστική παρέκκλιση αναδεικνύοντας ένα λαϊκό και ανεκτικό φιλελεύθερο κλίμα σε κάθε διαφορετικό και ξεχωριστό. Και οι δύο τάσεις συνυπάρχουν και αντιπαρατίθενται ταυτόχρονα. Ακραία εκδοχή της παρέκκλισης είναι ο κόσμος του ρεμπέτικου όπου η παρέκκλιση γίνεται κανόνας και υμνείται. Ο κόσμος της «υπόγειας ταβέρνας» έρχεται να συμπληρώσει, να ντύσει μουσικά και να ορίσει τον λαϊκό πολιτισμό, τις έμφυλες εικόνες και βεβαίως να στιγματίσει τη λαϊκή γειτονιά στο Περιστέρι.
Ο μουσικοσυνθέτης Παναγιώτης Τούντας ή κατά άλλους ο Κώστας Ρούκουνας έχει συνθέσει το τραγούδι η «Λαναριώτισσα» (Μια μικρή απ’ το Περιστέρι). Σε αυτό η «Λαναριώτισσα» παρουσιάζεται μεν με τα χαρακτηριστικά της απελευθερωμένης γυναίκας εργάτριας, παρομοιάζεται δε σατιρικά με βρεγμένη κλώσα. Αυτό δε μειώνει, αλλά εξυψώνει την κουρασμένη εργάτρια που πρέπει να αντεπεξέλθει στην πολύωρη δουλειά της στο εργοστάσιο και ταυτόχρονα να ζήσει και τη ζωή της. Είναι το δυναμικό πρότυπο της θηλυκότητας της ανεξάρτητης γυναίκας της εργατικής τάξης. Το πρότυπο αυτό βρίσκεται πολύ μακριά από τη γυναίκα θύμα. Η γυναίκα στο Περιστέρι, όπως είδαμε, υιοθετεί αντρικές συμπεριφορές, μπορεί να πυροβολεί, όπως ακριβώς οι άντρες.
Η καθημερινή βελτίωση της ζωής των κατοίκων είναι σίγουρα αποτέλεσμα των δικών τους αγώνων. Πολιτικοί, πολιτιστικοί και μορφωτικοί σύλλογοι, επιτροπές αγώνα, αθλητικά σωματεία, θεατρικές παραστάσεις, λαϊκά θεάματα, όπως ο καραγκιόζης και ο κινηματογράφος, η έντονη πολιτικοποίηση και η σύγκρουση με τις κυβερνήσεις, η αρχική κυριαρχία του βενιζελισμού και η σταδιακή επικράτηση της αριστεράς, αλλά και η εμφάνιση της άκρας δεξιάς, εκφράζουν στο Περιστέρι την άλλη αγωνιστική, αισιόδοξη και συλλογική διάθεση στιγματίζοντας εξίσου την περιοχή.
Η άνοδος του ΚΚΕ στον σημαντικότερο προσφυγικό σύλλογο του Περιστερίου και η τελική του επικράτηση στα 1933-34 συνδέεται με την διαρκή και αγωνιστική παρέμβασή του στα προβλήματα της περιοχής. Ως εκ τούτου, βίαιες πολιτικές συγκρούσεις στο δρόμο και στους συλλόγους μεταξύ των κατοίκων, αλλά και μεταξύ κατοίκων και αστυνομίας συμπληρώνουν την εικόνα του βίαιου χαρακτήρα της περιοχής. Έτσι, αναδεικνύεται μια πολιτική ριζοσπαστικοποίηση η οποία έρχεται επίσης σε σύγκρουση με τις παραδοσιακές ιεραρχίες και ιδεολογικές σταθερές των προσφύγων.
Σταδιακά λοιπόν διαμορφώνεται η λαϊκή ταυτότητα της περιοχής. Δεν είναι μόνο τα Αθηναϊκά Νέα που στα 1942 βλέπουν το Περιστέρι ως κάτι ξεχωριστό, δηλαδή για τον δημοσιογράφο περιοχή βίας και ακολασίας, αλλά είναι και οι ίδιοι οι Περιστεριώτες που ορίζουν τον δικό τους κόσμο ως διαφορετικό. Είναι η «δυτική πλευρά» που σημαίνει οι «λαϊκοί συνοικισμοί», εκεί δηλαδή που διαμένουν «οι πτωχοί βιοπαλαισταί εκ των λαϊκών τάξεων», είναι όλοι αυτοί που σε αντίθεση με την «ανατολική πλευρά» είναι οι μη ευνοημένοι (Αθηναϊκά Νέα, 14/10/42).
Πολιτισμικά στοιχεία του μικροσκοπικού αριθμητικά περιθωρίου που ζούσε παλιότερα στο κέντρο της Αθήνας υιοθετούνται και αναπαράγονται από ένα νέο και αρκετά μεγάλο τμήμα πληθυσμού που συνιστά ένα νέο περιθώριο έξω από την Αθήνα, στο Περιστέρι. Κοινός παρανομαστής ο λόγος περί τιμής, αξιοπρέπειας και ηθικής, κοινός είναι ο λαϊκός πολιτισμός. Μέσα σε μια γειτονιά όμως που μετασχηματίζεται και αλλάζει διαρκώς μορφή, οι παραδοσιακές έμφυλες και γενεακές, αλλά και πολιτικές-ιδεολογικές ιεραρχήσεις δέχονται σοβαρή αμφισβήτηση. Από τη μία η οικονομική κρίση θίγει κυρίως τον αντρικό πληθυσμό και από την άλλη το εργοστάσιο Λαναρά προσφέρει εργασία σε νέους και νέες. Τόσο η τάση επιβεβαίωσης της ιεραρχίας όσο και η τάση αμφισβήτησής της προκαλούν βίαιες αντιδράσεις και γενούν ταυτόχρονα έναν συντηρητικό και έναν εξεγερσιακό ριζοσπαστισμό που διεκδικούν εξίσου να υπηρετήσουν τον κοινό αυτόν αξιακό κώδικα.
Το περιβάλλον της ταβέρνας και του συμποσιασμού, οι ερωτικές σχέσεις, οι οικονομικές σχέσεις, αλλά και το περιβάλλον των συλλογικών διεκδικήσεων και της εμφάνισης του κομμουνισμού, αν και διαφορετικά μεταξύ τους περιβάλλοντα, επιτρέπουν να αναδυθεί αυτός ο ριζοσπαστισμός μέσω της βίας σε μία κοινή πολιτισμική ταυτότητα. Ενώ οι κάτοικοι της περιοχής κατανοούσαν τον ριζοσπαστισμό της βίας και το πνεύμα του αξιακού κώδικα ως ένα εσωτερικό σύστημα που αυτορρύθμιζε την ζωή της κοινότητας, ο εξωτερικός παρατηρητής-δημοσιογράφος μικροαστός έβλεπε σε αυτό το πνεύμα την αναρχία και τη μιζέρια.
Η λαϊκή κουλτούρα παραμένει ανταγωνιστική στην «αστική», αλλά πλέον ορίζει γεωγραφικά και ταξικά έναν ολόκληρο κόσμο. Αυτή η νέα λαϊκότητα μετατρέπεται από «κουλτούρα του περιθωρίου» σε ηγεμονική ανταγωνιστική πρόταση, ιδιαίτερα την περίοδο της κατοχής που οι τάσεις αυτές θα γενικευτούν, καθώς το «μαζικοποιημένο περιθώριο των δυτικών» ορίζει πολιτισμικά έναν νέο εργατικό ταξικό πόλο σε αντίθεση με τον αστικό πόλο του κέντρου των Αθηνών. Συνιστά μια πολιτισμική-γεωγραφική έκφανση της ταξικής διαπάλης και σύντομα της εμφύλιας διαπάλης.
«Λαναριώτισσα»
(Μια μικρή απ’ το Περιστέρι).
Μια μικρή απ’ το Περιστέρι/ μεσ’ του Λαναρά δουλεύει.
Ολη μέρα μασουρίζει/ και το βράδυ μου γυρίζει.
Βάζει πούντρα και κραγιόνι/ κι έρχεται και μ’ ανταμώνει.
Στην ταβέρνα ξεκινάμε/ και τη σούρα αρχινάμε.
Σα σουρώσει η μικρούλα/ μου φωνάζει αχ, μανούλα,
το μυαλό μου μασουρίζει/ και σαν αργαλειός γυρίζει.
Τότε φεύγουμε για σπίτι/και στο δρόμο, σαν μαγνήτης
με τραβάει στην αγκαλιά της/ και μου δίνει τα φιλιά της.
Το πρωί βαλαντωμένη/ σαν την κλώσα τη βρεγμένη
μεσ’ του Λαναρά πηγαίνει/ και στον αργαλειό της φαίνει
*Παναγιώτης Τούντας: Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σμυρναίικης σχολής στο νεοελληνικό τραγούδι, ο Παναγιώτης Τούντας γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1886 και πέθανε στις 23 Μαΐου 1942.
του Κώστα Παλούκη*
*Ο Κώστας Παλούκης είναι Διδάκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής ιστορίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης και Διδάσκων στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Κρήτης.