Πρόσφυγες στο Περιστέρι: Από την ευημερία της Σμύρνης στον «σκουπιδότοπο» των Αθηναίων

Πρόσφυγες στο Περιστέρι: Από την ευημερία της Σμύρνης στον «σκουπιδότοπο» των Αθηναίων

 

Της Γιούλης Ηλιοπούλου

 

Τον Αύγουστο του 1922 ο τουρκικός σταθμός του Κεμάλ άρχισε να φτάνει στη Σμύρνη. Το μέτωπο είχε καταρρεύσει και οι μελανές σελίδες μιας από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του νέου ελληνισμού είχε αρχίσει ήδη να γράφεται. Φωτιά, φόνος και καταστροφή, με τον απολογισμό να είναι κάτι παραπάνω από τραγικός.

Με τη Συνθήκη της Λωζάνης και την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης ξεριζώθηκε από την προαιώνια πατρίδα του. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες και Αρμένιοι Χριστιανοί εξοντώθηκαν και οι υπόλοιποι ήρθαν ως πρόσφυγες, χωρίς τις περιουσίες τους, στην Ελλάδα. Το σχεδόν χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος έπρεπε πολύ γρήγορα να καταφέρει στεγάσει και να περιθάλψει αυτόν τον τεράστιο πληθυσμό.

Γράφει δραματικά ο Γιώργος Σεφέρης (ο ίδιος γεννήθηκε στη Μικρά Ασία και το 1914 με τον πρώτο διωγμό των χριστιανών από τους Τούρκους, εποχή κατά την οποία άρχισε να γράφει και τους πρώτους στίχους του, η οικογένεια  του εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα): «Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε να ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί.[…] Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο. Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου, κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες γυαλιστερές πάνω στη μέρα· όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν, ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν μ’ εκείνους που έμειναν μ’ εκείνους που έφυγαν μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο. […] Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις».

 

Όταν έφτασαν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία στο Περιστέρι, τους περίμενε μια μεγάλη «έκπληξη», γιατί η περιοχή στην οποία επέλεξε να τους τοποθετήσει το κράτος ήταν ένας χώρος χωρίς βλάστηση, αφιλόξενος και σκληρός.

«Η Σαχάρα δεν θα είναι τόσο γυμνή από κάθε βλάστηση και τόσο γκρίζα όσο το τοπίο αυτό» θα γράψει η Γαλάτεια Καζαντζάκη. «Δεν υπήρχε καμία υποδομή, ούτε καν δρόμοι. Μόνο χωράφια».

Θυμάται η Έλλη Γαβατίδου, μία από τους πρώτους πρόσφυγες: «Ένα πράγμα ίσιο ήτανε. Ύστερα χώρισαν δρόμους, όταν έβαλαν τις παράγκες. Εκεί που είναι η δημαρχεία ήταν καπνά».

«Όταν ήρθαμε στο Περιστέρι» λέει ο Γιάννης Γιαννίδης, που εγκαταστάθηκε στις παράγκες του Δημοτικού* «γυρίζαμε σαν τα κοτόπουλα να δούμε και δεν υπήρχε τίποτα εδώ τριγύρω, ούτε χωράφι ούτε δρόμος. Μόνο μερικές ελιές εδώ παρακάτω που είναι το γήπεδο (εννοεί το γήπεδο του Ατρομήτου) και με τα κάρα έφερναν τα σκουπίδια των Αθηνών. Ήταν ο σκουπιδότοπος των Αθηνών».

Ένα μεταγενέστερο ρεπορτάζ της «Ελεύθερης Ελλάδας» δίνει την εξής περιγραφή του τόπου:

«Τι ήταν η έκταση αυτή, πριν το 1922, που μεταβλήθηκε σε πόλη; Ο κυρίως συνοικισμός, που αρχίζει από τον Άη Αντώνη, ήταν τελείως ακατοίκητος. Και δεν ήταν δυνατόν να κατοικείται, γιατί ήταν το σκουπιδαριό της Αθήνας. Εκεί μεταφέρονταν και στοιβάζονταν από τα κάρα του δήμου Αθηναίων τα σκουπίδια, τα απορρίμματα στην επίσημη γλώσσα. Ανώμαλο έδαφος, χαντάκια και κατσάβραχα, λίγα άγονα χωράφια που παρήγαν σανό, θυμάρια και γαϊδουράγκαθα, πικραγγουριές και τσουκνίδες και φιλοξενούσαν φίδια, σαύρες και κάθε είδος ερπετών. Μεταξύ του Άη Αντώνη και της γέφυρας της Κολοκυνθούς ήσαν μερικά περιβόλια και ελάχιστα χαμόσπιτα φτωχών εργατών, που δούλευαν στα περιβόλια ή κουβαλούσαν στην πρωτεύουσα ξύλα από το βουνό Αιγάλεω».

Τα σκουπίδια, όπως φαίνεται και από τις μαρτυρίες όλων όσοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή εκείνα τα χρόνια, ήταν ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα, μία πληγή που ταλαιπωρούσε τους πρόσφυγες και υποβάθμιζε τη ζωή τους. Μετά την εγκατάσταση των προσφύγων εκεί απλά μετακινήθηκαν πιο μακριά, απλώνονταν σχεδόν σε όλο το μήκος της Θηβών μέχρι τους Αγίους Αναργύρους!

 

*Παράγκες του δημοτικού: Μια μεγάλη μερίδα των προσφύγων εγκαταστάθηκε, κάτω από εξαιρετικά κακές συνθήκες στα σχολεία της Αθήνας και του Πειραιά καθώς και στο Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας. Στο τελευταίο, που επιτάχθηκε για να εξυπηρετήσει προσωρινά την προσφυγική στέγαση, έμειναν για πάνω από τρία χρόνια, στοιβαγμένοι στα θεωρία του θεάτρου ( σε ένα θεωρείο ανά οικογένεια), ή στα σκαλιά, στους διαδρόμους και τη σκηνή. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία δημοσιογράφου από την εφημερίδα «Δημοκρατία» που βρέθηκε έξω από το Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας, τον Ιούλιο του 1925: «Εις τα παράθυρα, τους εξώστας, τας θύρας, την στέγην του Δημοτικού Θεάτρου, εξακολουθούν να κυματίζουν κατά τρόπον αξιοθρήνητον, ρόμπες, σακάκια, πανταλόνια, στρώματα, κουβέρτες και να φαντάζουν τετζερέδες, κουβάδες, μπρίκια, κατσαρόλια, σκούπες, παληοσάνιδα!»

Σε άλλη εφημερίδα της εποχής, την «Προσφυγική Φωνή» διαβάζουμε χαρακτηριστικά για το ίδιο θέμα: «Το αίσχος του Δημοτικού Θεάτρου, δέον απαραιτήτως να λείψει, μεταφερομένων  των αυτόθι διαμενόντων προσφύγων εις τους προσφυγικούς συνοικισμούς, διότι υπάρχει σοβαρότατος κίνδυνος να μεταβληθεί τούτο εις εστίαν λοιμωδών και επιδημικών νόσων, βοηθούντος και του υφισταμένου θερινού καύσωνος».

Όσοι πρόσφυγες λοιπόν μεταφέρθηκαν από το Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας σε παράγκες στο Περιστέρι, αυτές αποκαλούνταν «παράγκες του δημοτικού».

 

 

Πληροφορίες από:

«Περιστέρι, Η ιστορία του τόπου, το χρονικό των ανθρώπων», Νίκος Θεοδοσίου, Περιστέρι 2000.