Ποιητής, συγγραφέας, κριτικός, μεταφραστής και εν γένει διανοούμενος της Αριστεράς, ο Κώστας Βάρναλης μας κληροδότησε ορισμένα σημαντικά έργα, όπως τις ποιητικές συνθέσεις «Το φως που καίει» (1922) και οι «Σκλάβοι Πολιορκημένοι» (1927), τη ριζοσπαστική μελέτη «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» (1925) και το πολύκροτο αφηγηματικό έργο «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη» (1931).
Ο Κώστας Βάρναλης, γεννήθηκε στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας (σημερινό Μπουργκάς Βουλγαρίας), στις 14 Φεβρουαρίου 1884. Την εποχή της γέννησής του η Ανατολική Ρωμυλία, με πολυπληθή ελληνική κοινότητα, ήταν αυτόνομη επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Η καταγωγή του πατέρα του Γιάννη Βάρναλη ήταν από την Βάρνα, εξ ου και το επώνυμο Βάρναλης, που το υιοθέτησε, επειδή δεν ήθελε να ακούει το πραγματικό επώνυμό του, που ήταν Μπουμπούς.
Τα πρώτα γράμματα διδάχτηκε στο ελληνικό σχολείο της της γενέτειράς του και συνέχισε την φοίτησή του, κατόπιν εξετάσεων, στο ονομαστό Ζαρίφειο Διδασκαλείο της Φιλιππούπολης (σημερινό Πλόβντιβ). Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του με άριστα το 1902 και αμέσως διορίστηκε δάσκαλος στο σχολείο του Πύργου.
Δεν πρόλαβε όμως να αναλάβει υπηρεσία, καθώς με την υποστήριξη του μητροπολίτη Αγχιάλου και της κοινότητας της Βάρνας, σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ’ όπου πήρε το πτυχίο του το 1908. Κατά την διάρκεια των σπουδών του πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών και το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού «Ηγησώ», που φιλοδοξούσε να ανανεώσει την μορφή της ελληνικής ποίησης και να την απαλλάξει από την «παλαμική ευκολογραφία».
Μετά την αποφοίτησή του, διορίστηκε στην αρχή ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα, αργότερα σχολάρχης στην Αργαλαστή και μετά την εμπλοκή στην υπόθεση των «Αθεϊκών» του Βόλου μετατέθηκε στα Μέγαρα. Επιστρατεύτηκε στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο (1913) και μετά την απόλυσή του φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης που διηύθυνε ο Δημήτρης Γληνός. Το 1915 διορίστηκε σχολάρχης στην Κερατέα Αττικής. Το 1916 επιστρατεύτηκε ξανά, μετά την εμπλοκή της χώρας μας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και υπηρέτησε στην Λήμνο.
Το 1917, διορίστηκε καθηγητής σε Γυμνάσιο του Πειραιά και δυο χρόνια αργότερα , με υποτροφία παρακολούθησε στο Παρίσι μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας. Εκεί, επικοινώνησε με τα νέα φιλοσοφικά ρεύματα, έζησε από κοντά τις μεγάλες ιδεολογικές ζυμώσεις, που ακολούθησαν την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και την λήξη του Α' Παγκόσμιου πολέμου (1918), και ενστερνίστηκε στην επαναστατική μαρξιστική (κομμουνιστική) ιδεολογία.
Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 και την ανάληψη της εξουσίας από τους αντιβενιζελικούς, η υποτροφία του διακόπηκε και ο Βάρναλης επέστρεψε στην Αθήνα, όπου στις αρχές του 1821 διορίστηκε καθηγητής στο Γ Γυμνάσιο Πειραιά.
Το φθινόπωρο του 1923 μετά από ανάκληση της διακοπής της υποτροφίας του ξαναπήγε στο Παρίσι, όπου έμεινε στο σπίτι του φίλου του χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνού. Το 1924 γύρισε στην Αθήνα και δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία, την οποία διηύθυνε ο Γληνός.
Το 1926 παύτηκε από τη θέση του εξαιτίας της ιδεολογίας του, αρχικά προσωρινά και στη συνέχεια οριστικά, με αφορμή ένα δημοσίευμα της «Εστίας» που κατηγόρησε για αντεθνική δράση τους μεταρρυθμιστές Παιδαγωγούς εκείνης της εποχής. Ο Βάρναλης αποκλείστηκε από κάθε δημόσια θέση και αναγκάστηκε να εργαστεί έκτοτε κυρίως ως δημοσιογράφος. Τον ίδιο χρόνο έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της εφημερίδας «Πρόοδος».
Επέστρεψε το 1927 και δυο χρόνια αργότερα νυμφεύτηκε την φιλόλογο και ποιήτρια Δώρα Μοάτσου (1895-1979). Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα μαζί με τον Δημήτρη Γληνό και ύστερα από εντολή του Γεωργίου Κονδύλη εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο.
Παρέμεινε πιστός στην ιδεολογία του κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου. Το 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 με το βραβείο Λένιν.
Ο Κώστας Βάρναλης πέθανε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 1974.
Το λογοτεχνικό του έργο
Ο Κώστας Βάρναλης πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα τον Αύγουστο του 1904 από τον «Νουμά» και τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του συλλογή «Κηρήθρες» (1905), με πρόλογο του Στέφανου Μαρτζώκη. Στα πρώτα του βήματα συμπορεύτηκε πνευματικά με τον Άγγελο Σικελιανό και το Νίκο Καζαντζάκη με έντονες επιρροές από το ρεύμα του παρνασσισμού και τις διονυσιακές και ανθρωπιστικές ιδέες.
Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους «Ηρακλείδες» του Ευριπίδη, τον «Αίαντα» του Σοφοκλή, τα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντα και τον «Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου» του Γκιστάβ Φλομπέρ.
Το 1919, έγραψε το ποίημα «Προσκυνητής», που αποτελεί τομή στο ποιητικό του έργο, καθώς αχνοφαίνεται η ιδεολογική του στροφή. Το 1922 τύπωσε στην Αλεξάνδρεια, με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας, την πρώτη μεγάλη ποιητική του σύνθεση «Το φως που καίει», που την αναθεώρησε αργότερα και την ξανατύπωσε το 1933 στην Αθήνα στην οριστική της μορφή. Πρόκειται για ένα κοινωνικοφιλοσοφικό έργο, το πρώτο χρονολογικά της αριστερής λογοτεχνίας στον τόπο μας, όπως επισημαίνει η κριτική.
Το 1922 δημοσίευσε επίσης το γνωστό ποίημά του «Οι Μοιραίοι» που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης. Το 1927, κυκλοφόρησαν οι «Σκλάβοι Πολιορκημένοι»,η δεύτερη μεγάλη του σύνθεση, «στρατευμένης και προλεταριακής ποίησης», όπως έχει γραφεί.
Μεγαλύτερο σε έκταση απ’ το ποιητικό είναι το αφηγηματικό και το κριτικό έργο του, από το οποίο ξεχωρίζουν το πολύκροτο αφηγηματικό έργο «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη» (1931), στο οποίο ασκεί κριτική στην κυρίαρχη ιδεολογία, όπως αυτή εκφράζεται στην πολιτική, στην κοινωνία, στη θρησκεία και στη φιλοσοφία, και η ριζοσπαστική μελέτη του «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» (1925), που προσεγγίζει με εργαλείο τον διαλεκτικό υλισμό το έργο του εθνικού μας ποιητή.
Γενικά το έργο του Βάρναλη αντικατοπτρίζει τη δεκτικότητά του απέναντι στις νέες ιδέες της εποχής του και η συνύπαρξη αντιθετικών στοιχείων στο έργο (κοινωνικά και πολιτικά στρατευμένη λογοτεχνία σε συνδυασμό με την παρουσία σατιρικών, λυρικών, δραματικών και συμβολιστικών στοιχείων) αποτελεί έναν από τους λόγους της ιδιαίτερης γοητείας του.
Ποιήματα του Κώστα Βάρναλη έχουν μελοποιήσει οι Μίκης Θεοδωράκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Σταύρος Κουγιουμτζής, Θωμάς Μπακαλάκος, Γιάννης Ζουγανέλης, Χρήστος Λεοντής, Αργύρης Μπακιρτζής, Γιάννης Σπανός και Μιχάλης Μυτακίδης (o B.D. Foxmoor των Active Member).
Πηγή: https://www.sansimera.gr