Κυριακή μεσημέρι. Παρόλο το τσουχτερό κρύο, οι καφετέριες της Βεάκη ασφυκτικά γεμάτες. Άτομα κάθε ηλικίας, αλλά κυρίως νέοι, κάθονται χαλαρά στις καφετέριες και …αδράττουν τη μέρα και τον λιγοστό ήλιο, μετά από τις μεγάλες κακοκαιρίες του τελευταίου διαστήματος. Η ιδέα μας είχε ως εξής: να ρωτήσουμε κάποιους από τους περαστικούς εάν γνωρίζουν από πού πήρε το όνομά του ο πασίγνωστος πλέον δρόμος του Περιστερίου. Γιατί η Αιμιλίου Βεάκη έχει πλέον μετατραπεί σε έναν δρόμο must, τον οποίο επισκέπτονται από κάθε περιοχή του λεκανοπεδίου.
Δεν είχαμε κάμερα και μικρόφωνο για να «ψαρώνουν» και να κοντοστέκονται οι περαστικοί, αλλά καταφέραμε να σταματήσουμε έναν σεβαστό αριθμό. Περίπου 25 άτομα, η πλειοψηφία νέοιΚαι ιδού τα αποτελέσματα: κανείς δεν μας έδωσε τη σωστή απάντηση. Πολλοί ξαναβάφτισαν τον άμοιρο Αιμίλιο (Αντώνης Βεάκης;, Ιωάννης Βεάκης; αναρωτιούνταν) ή γνώριζαν το μικρό του όνομα αλλά αγνοούσαν ποιος ήταν. Μάλιστα κάποιοι ,κυρίως μεγαλύτεροι θεωρούσαν ότι πρόκειται για εθνικό ευεργέτη ή μεγάλο Έλληνα πολιτικό.
Δεν ξέρω αν το δείγμα ήταν επαρκές, μάλλον όχι, θα μας έλεγαν οι ειδικοί της στατιστικής. Παρόλα αυτά είναι ενδεικτικό για το πόσα πράγματα από αυτά που μας περιβάλλουν, αγνοούμε.
Για την αποκατάσταση της αλήθειας, ας γνωρίσουμε τον Αιμίλιο Βεάκη, έναν από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ηθοποιούς.
Γεννήθηκε στον Πειραιά στις 13/12/1884.
Ήταν εγγονός του θεατρικού συγγραφέα Ιωάννη Βεάκη και ίσως γι’ αυτό πέρασε μέσα του το καλλιτεχνικό «μικρόβιο». Πολύ μικρός έμεινε ορφανός και μεγάλωσε με συγγενείς του πατέρα του. Παρά τις αντιρρήσεις τους σε ηλικία 16 ετών γράφτηκε στη Βασιλική Δραματική Σχολή και μετά την απότομη διακοπή της λειτουργίας της, εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου και σπούδασε ζωγραφική.
Το 1901 πήρε τον πρώτο του ρόλο ως ηθοποιός στον Βόλο και έκανε περιοδείες σε όλη την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία. Για 13 χρόνια συμμετείχε σε θιάσους στο πλευρό σημαντικών ηθοποιών της εποχής. Η πορεία του διακόπηκε από τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913). Ο Αιμίλιος επιστρατεύτηκε και μάλιστα προήχθη σε λοχία λόγω «ανδραγαθίας». Επιστρέφοντας από το μέτωπο, τύπωσε το 1914 το αφήγημα «Πολεμικαί Εντυπώσεις», όπου περιέλαβε τις αναμνήσεις από τη συμμετοχή του στον πόλεμο.
Από το 1914 ξεκινά μία λαμπρή πορεία. Συνεργάστηκε με τους θιάσους του Τηλέμαχου Λεπενιώτη, της Χριστίνας Καλογερίκου, της Μαρίκας Κοτοπούλη και της Κυβέλης, παίζοντας εξέχοντες ρόλους στα πιο σημαντικά έργα συγγραφέων όπως οι Πιραντέλο, Χέμπελ, Ευριπίδη, Σαίξπηρ, Ντοστογιέφσκι και Αντρέγεφ.
Η πρώτη μνημειώδης ερμηνεία του, με την οποία καθιερώθηκε ως ο πρώτος τραγωδός της εποχής του ήταν το 1919 στην ιστορική παράσταση του «Οιδίποδα Τυράννου» του Σοφοκλή.
Το 1931 συγκρότησε θίασο με την Κατίνα Παξινού και τον Αλέξη Μινωτή και ανέβασαν κορυφαία έργα, όπως ο «Θείος Βάνιας» του Τσέχοφ, «Ο Πατέρας» του Στρίντμπεργκ, και «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ο’ Νηλ. Με την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου, έγινε βασικό στέλεχός του (1932-1942) και πρωταγωνίστησε σε δεκάδες έργα του διεθνούς ρεπερτορίου. Το 1938 σημαδεύεται από έναν ακόμη «σταθμό» στην καριέρα του. Ερμηνεύει αξεπέραστα τον «Βασιλιάς Ληρ». Όπως γράφει ο Μάριος Πλωρίτης: «ήταν μία ερμηνεία με ανεπανάληπτο μεγαλείο, συντριβή, οργή και απόγνωση», τόσο που μετά το πέρας της παράστασης ο Λόρενς Ολίβιε υποκλίθηκε μπροστά του.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και αργότερα φυλακίστηκε από τους Ιταλούς για εννιά ημέρες στις φυλακές του Αβέρωφ.
Μετά το 1944 ακολούθησε την πορεία των δυνάμεων του ΕΛΑ, εκδιώχθηκε και μαζί με άλλους ηθοποιούς σχημάτισε θίασο, παίζοντας σε διάφορες πόλεις της επαρχίας.
Με τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945) ο Βεάκης επέστρεψε στην Αθήνα και υπέστη διώξεις για την πολιτική του τοποθέτηση και μάλιστα απολύθηκε από το Εθνικό θέατρο.
Κλήθηκε από τον ανακριτή για τη λεγόμενη δήλωση μετανοίας. Στο υπόμνημά του στις 27 Μαρτίου 1945 έγραψε μεταξύ άλλων: «... Μισώ τα τυραννικά καθεστώτα, το φασισμό και τη βία. Πιστεύω ότι ο ιμπεριαλισμός οδηγεί και διαιωνίζει την αλληλοσφαγή των εθνών. Επιζητώ και εύχομαι την ειρηνική συμβίωση των λαών της Γης κάτω από ελεύθερα δημοκρατικά καθεστώτα. Είμαι δημοκράτης και ανθρωπιστής».
Καταβεβλημένος σωματικά και ψυχικά, αποφάσισε να αποχωρήσει από το θέατρο, παίρνοντας μία πενιχρή σύνταξη το 1947. Το 1949 έκανε ένα τελευταίο πέρασμα από το θεατρικό σανίδι, επανερχόμενος με τα έργα «Χρυσάφι» του Ο' Νηλ, «Σχολείο συζύγων» του Μολιέρου και «Το νυφιάτικο τραγούδι» . Το 1951 επανήλθε και στο Εθνικό Θέατρο για 2 τελευταίες παραστάσεις.
Το βράδυ όμως της 29ης Ιουνίου, ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο φεύγει από τη ζωή, σε ηλικία μόλις 67 ετών. Μάλιστα δεν πρόλαβε να παίξει τον Τειρεσία στον «Οιδίποδα» σε μια παράσταση που θα ήταν αφιερωμένη σε εκείνον στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού.
Κλείνω την αναφορά στον Αιμίλιο Βεάκη με χαρακτηριστικό απόσπασμα του Φ. Πολίτη για την ερμηνεία του στον Οιδίποδα Τύραννο: «Ο ρόλος του Οιδίποδος είναι ασφαλώς η μεγαλυτέρα επιτυχία του κορυφαίου των Ελλήνων ηθοποιών. Ο Βεάκης συγκλονίζει το ακροατήριον, σκορπά την φρίκην, τον τρόμον, γεννά τον οίκτον, αποσπά δάκρυα. Μετρημένος, ήσυχος, υπερήφανος, μεταπίπτει απότομα, μετά την αποκάλυψιν του τραγικού μυστικού της γεννήσεώς του (...) Ακολουθεί η πτώσις η ολοσχερής. (...) Ο Οιδίπους ωρύεται, μουγκρίζει από φυσικόν και ηθικόν πόνον».