Λαναράς, Περιστέρι, Μουζάκης, Δημητρίου Άντζελα, Βιομηχανικό κτίριο, κλωστοϋφαντουργία

Η ιστορία του Περιστερίου συναντιέται στον Λαναρά και τον Μουζάκη- Τα παραμελημένα βιομηχανικά κτίρια αξίζουν την προσοχή μας

 

Της Γιούλης Ηλιοπούλου

 

Ως μνημεία νοούνται τα πολιτιστικά αγαθά κάθε χώρας, τα οποία  που αποτελούν υλικές μαρτυρίες και ανήκουν στην ευρύτερη πολιτιστική κληρονομιά της. Αποτελούν τεκμήρια μιας σημαντικής ανταλλαγής ανθρώπινων αξιών και παρέχουν μια εξαιρετική μαρτυρία μιας πολιτισμικής παράδοσης ή ενός πολιτισμού που ζει ακόμα ή έχει εξαφανισθεί. Είναι συνεπώς άμεσα συνδεδεμένα με σημαντικά στάδια της ανθρώπινης ιστορίας.

Είναι «κοινός τόπος» στην Ελλάδα να παραγνωρίζεται η αξία πολλών, ποικίλων μνημείων, ιδιαίτερα όσων δε σχετίζονται με το ένδοξο αρχαιοελληνικό παρελθόν ή με πολεμικά γεγονότα. Τα του 1821 τυγχάνουν καλύτερης αντιμετώπισης (είχαμε και την πρόσφατη επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του ’21), αλλά πολλά από τα υπόλοιπα μνημεία (αρχιτεκτονικά, βιομηχανικά, μνημεία από τη νεότερη ιστορία κ.α) βρίσκονται στην αφάνεια ή –χειρότερα- απαξιώνονται, γκρεμίζονται, απαλλοτριώνονται, ειδικά όταν «ενοχλούν» συμφέροντα και συγκεκριμένες επιδιώξεις.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας «παραγνώρισης» είναι τα εργοστάσια των Κλωστοϋφαντουργιών «Μουζάκη» και «Λαναρά - Κύρτσου» στην περιοχή της Ακαδημίας Πλάτωνος, στο όρια του δήμου Περιστερίου. Το πρώτο εργοστάσιο του «Μουζάκη» στην Λεωφόρο Κηφισού 60 και οδό Ηρούς δεν υπάρχει πια. Το υπουργείο Πολιτισμού έδωσε την άδεια και κατεδαφίστηκε παρόλες τις αντιδράσεις.

Το έτερο κτίριο, αυτό του Λαναρά, κατάφερε να παραμείνει, αφού χαρακτηρίστηκε διατηρητέο μνημείο, ένα διαμάντι της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής.

 

Ποια είναι η ιστορία του κτιρίου Λαναρά;

Ας πάμε πίσω στη δεκαετία του 1930 στη Νάουσα. Εκεί ιδρύθηκε το βιομηχανικό συγκρότημα της οικογένειας Λαναρά, από τις βλάχικες οικογένειες Λαναρά και Κύρτση, την περίοδο που ξεκινά η ανοδική πορεία της κλωστοϋφαντουργίας στην Ελλάδα. Επί δύο αιώνες λειτουργούσαν σε ολόκληρη τη χώρα 14 εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας του ομίλου. Μάλιστα η κλωστοϋφαντουργία «Λαναρά Κύρτση», στη Νάουσα, θεωρείτο η πιο αξιόλογη της Μακεδονίας και τα υφάσματά της εφάμιλλα των αγγλικών. Χιλιάδες άνθρωποι, κυρίως στην περιφέρεια, βρήκαν δουλειά ενώ η κλωστοϋφαντουργία αποτελούσε βαριά βιομηχανία για τη χώρα, παράγοντας και εξάγοντας ποιοτικά και ανταγωνιστικά προϊόντα Τροφοδοτούσε με στολές - πριν την απελευθέρωση της Μακεδονίας - τον τουρκικό στρατό και στη συνέχεια με τις χακί στολές τον ελληνικό. Το 1932, μετά από απεργία απέναντι στον δήμο Νάουσας, ο οποίος προσπάθησε να φορολογήσει τις κλωστοϋφαντουργίες, μετέφερε το εργοστάσιό της στην Αθήνα, δίπλα στην κλωστοϋφαντουργία «Μουζάκη».

Η λειτουργία του εργοστασίου συνιστά σταθμό και θα αποτελέσει στοιχείο της ταυτότητας του Περιστερίου. Χιλιάδες άνεργοι απέκτησαν εργασία, χιλιάδες εργατικά χέρια βρήκαν μία ελπίδα για αλλαγή της ζωής τους. Σήμερα δεν λειτουργεί κανένα εργοστάσιο της «Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας Λαναρά».

Το κτίριο αντλεί επιρροές από τον μοντερνισμό. Το συγκρότημα περιλαμβάνει 2 μεγάλα βιομηχανικά κτίρια, που χωρίζονται από έναν ιδιωτικό δρόμο, με κτίρια γραφείων και βοηθητικά κτίσματα, μονάδα ηλεκτρικού σταθμού και μία τεράστια καμινάδα. Τα τοξοειδή μπαλκόνια, οι καμινάδες και το βιομηχανικό στυλ όλου του συγκροτήματος μαρτυρά την τεράστια σημασία του ως ένα κόσμημα της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής, μνημείο και δείγμα της τότε αναπτυσσόμενης ελληνικής οικονομίας του 20ου αιώνα.

Από την πλευρά του Κηφισού μπορεί να δει κανείς το πολυώροφο κτήριο των παλιών γραφείων της εταιρείας (υπερυψωμένο τριώροφο στην κύρια όψη και τετραώροφο στην πίσω πλευρά, ένα τυπικό κτίσμα του Μεσοπολέμου με χρήση κυκλικών τμημάτων τόσο εμπρός όσο και πίσω.

Η ένταξη του βιομηχανικού συγκροτήματος Λαναρά στην αρχιτεκτονική κληρονομιά της χώρας δεν έγινε εύκολα και άκοπα. Συζητήθηκε πολλές φορές, μπήκαν στη μέση υπηρεσίες, φορείς της περιοχής και όχι μόνο κινήσεις πολιτών και κινδύνευσε επανειλημμένως και αυτό να χαθεί, όπως το κτίριο του Μουζάκη.

 

Συσσίτιο για όλους

Ο Νίκος Θεοδοσίου στο βιβλίο του «Περιστέρι, η ιστορία του τόπου, το χρονικό των ανθρώπων» γράφει: «Οι αδελφοί Λαναρά, γνωρίζοντας ότι απασχολούσαν εργάτες υποσιτιζόμενους, που δεν μπορούσαν να αποδώσουν ικανοποιητικά στη δουλειά τους, καθιέρωσαν συσσίτιο για όλους. ‘’Το μεσημέρι πριν πιάσει δουλειά η βάρδια έτρωγε…’’ θυμάται ο Α. Χατζησπυρίδης. ‘’Η βάρδια που σχόλαγε έτρωγε κι αυτή. Δυο φορές της εβδομάδα είχε κρέας’’. Επίσης οι Λαναράδες είχαν δημιουργήσει στη Σωτηρία δική τους πτέρυγα για τους φυματικούς εργάτες τους. Όλα αυτά εμφανίζονταν σαν μεγάλο φιλανθρωπικό έργο. Έτσι και σήμερα ακούς συχνά απ’ τους παλιούς: ‘’Οι Λαναράδες έσωσαν το Περιστέρι!’’. Το 1957 ο πρώτος μετεμφυλιακός δήμαρχος Περιστερίου, ο Σωτ. Γολεμάτης έγραφε χαρακτηριστικά σε ένα άρθρο του στην τοπική εφημερίδα «Το Περιστέρι» (20/1/1957): «Και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η βιομηχανία αυτή έσωσεν κυριολεκτικώς το Περιστέρι. Έδωσεν εργασία όχι μόνο εις τους εργαζομένους εις αυτήν, αλλά και εις όλους εν γένει τους επαγγελματίες του τόπου μας.»

 

Η κλωστοϋφαντουργία «Μουζάκη»

Η κλωστοϋφαντουργία «Μουζάκη», γνωστή στο ευρύ κοινό με τις «κλωστές Πεταλούδα», συνδέθηκε με το όνομα του Ελευθέριου Μουζάκη, που ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του το 1933 ως υπάλληλος μίας εμπορικής εταιρείας κλωστών. Το 1944 ίδρυσε την «ΚΛΩΣΤΑΙ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ-ΜΟΥΖΑΚΗΣ», το 1952 εισήγαγε τις κλωστές DMC από τη Γαλλία και το 1957 μαζί με την «ΚΛΩΣΤΑΙ ΚΙΘΑΡΑΣ» δημιούργησε την «ΚΛΩΣΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΙ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε».

Το κεραμοσκεπές κτίριο που πρώτο κατεδαφίστηκε αποτελούσε τον αρχικό πυρήνα του συγκροτήματος και είχε εξαιρετικά ενδιαφέροντα αρχιτεκτονικά και μορφολογικά στοιχεία.

Το 2009 κατατέθηκε αίτηση αδείας κατεδάφισης του εν λόγω συγκροτήματος.

Στις αρχές του 2010 η κίνηση Monumenta είχε ζητήσει τον χαρακτηρισμό των συγκροτημάτων Μουζάκη και Λαναρά ως διατηρητέων μνημείων. Τα αρμόδια υπουργεία ποτέ δεν εξέτασαν το αίτημα. Σχεδόν ένα μήνα μετά την αποστολή του διαβιβαστικού εγγράφου βγήκε η άδεια κατεδάφισης και αμέσως ξεκίνησε η καταστροφή.

Η Monumenta δήλωσε χαρακτηριστικά για το γεγονός:

«Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μια αυξητική τάση του μη χαρακτηρισμού ως διατηρητέων μνημείων των βιομηχανικών κτηρίων, επιτρέποντας έτσι την κατεδάφισή τους. Τα κτίρια αυτά χαρακτηρίζονται για τις μεγάλες διαστάσεις τους και τα μεγάλα οικόπεδα στα οποία βρίσκονται αποτελούν φιλέτα προς αξιοποίηση. Στο βωμό μάλιστα της οικονομικής ανάπτυξης, όπως αυτή νοείται ειδικά στο σημερινό πλαίσιο της οικονομικής ύφεσης, τα κτίρια αυτά προβλέπεται ότι θα εξαφανισθούν πάρα πολύ γρήγορα, αφήνοντας ένα μεγάλο κενό στη βιομηχανική ιστορία και αρχιτεκτονική της Ελλάδας».

 

 

Η παραμέληση της βιομηχανικής μας ιστορίας

Στην κατεύθυνση αυτή είναι πολύ ενδιαφέρουσα και η προσέγγιση από την καθηγήτρια ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με ειδικότητα στην βιομηχανική ιστορία, Λήδα Παπαστεφανάκη: «Τα κτίρια μαρτυρούν το ιστορικό παρελθόν της βιομηχανίας στην Ελλάδα, γιατί πράγματι αναπτύχθηκε από το 19ο αιώνα ως τα τελευταία χρόνια κάποια βιομηχανία στην Ελλάδα. Από την άποψη αυτή τα κτίρια μαρτυρούν μία διαδρομή ενδιαφέρουσα, αν και συχνά αντιφατική». Προσθέτει ότι «θα μπορούσαν να σωθούν και να επαναχρησιμοποιηθούν γι’ άλλους σκοπούς, πρακτική πολύ διαδεδομένη στην Ευρώπη. Είναι κρίμα να χάνουμε την ευκαιρία να διατηρήσουμε ένα κομμάτι της πρόσφατης ιστορίας μας γκρεμίζοντάς τα. Για μία ακόμη φορά οι Νεοέλληνες αποδεικνύουν ότι δεν τους αφορά η πρόσφατη ιστορία αυτού του τόπου, που είναι μόνο αυτή των πολιτικών γεγονότων ή των πολεμικών συγκρούσεων. Αρνούνται να αποδεχτούν αυτό το παρελθόν, όπου υπήρχαν εργοστάσια, βιομηχανική εργασία, κάτω από ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες. Τονίζει ακόμη ότι «από την άλλη πλευρά υπάρχουν και τα οικονομικά συμφέροντα για την οικοδόμηση μεγάλου εμπορικού κέντρου. Θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει επανάχρηση και με το εμπορικό κέντρο. Είναι ευθύνη της πολιτείας που δεν προστατεύει τα βιομηχανικά κτίρια ως κατάλοιπα ενός ιστορικού παρελθόντος. Μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς μίας χώρας δεν είναι μόνο μία κολώνα ή ένα βυζαντινό εκκλησάκι, αλλά και τα υλικά κατάλοιπα του βιομηχανικού πολιτισμού».

 

Πώς συνδέεται με το εργοστάσιο Μουζάκη η….Άντζελα Δημητρίου;

Με την κλωστοϋφαντουργία «Μουζάκη» συνδέεται και η γνωστή λαϊκή τραγουδίστρια Άντζελα Δημητρίου.

Στα τέλη της δεκαετίας του '70 στο εργοστάσιο της «Πεταλούδας δουλεύει η Αγγελική, παιδί φτωχής οικογένειας από το Περιστέρι που τα βράδια τραγουδάει σε ένα νυχτερινό κέντρο. Είναι η από Αγγελική Κιουρτσάκη, που κάποια χρόνια μετά θα ξεκινήσει να γίνεται γνωστή σε όλη την Ελλάδα με το όνομα Άντζελα Δημητρίου. Τα υπόλοιπα γνωστά από τα media. Η ίδια σε παλαιότερη συνέντευξή της αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το Περιστέρι δεν το αλλάζω στην καρδιά μου με τίποτα”, μου λέει και αφήνει στο τραπέζι μπροστά μας ένα δίσκο με δύο ποτήρια και μία κανάτα με νερό. Εκείνη πίνει μια σπιτική λεμονάδα, γεγονός που προδίδουν τα κομμάτια της σάρκας του λεμονιού που επιπλέουν σαν υπνωτισμένα στο ποτήρι. Γεννήθηκα στις σημερινές εργατικές κατοικίες που τότε ήταν παράγκες. Απέναντι από το δρόμο που σήμερα είναι το Μετρό, βρίσκονταν η ‘Έλενα’ και η ‘Ριβιέρα’ (κινηματογράφοι), που στη συνέχεια έγιναν σούπερ μάρκετ. Τότε ψωνίζαμε από μικρά παντοπωλεία, παίρναμε νερό από τη βρύση, ενώ μάς έφερναν πάγο και γάλα με καρότσι.

Στο Περιστέρι μέναμε σε νοίκι, οπότε κάποια στιγμή χρειάστηκε να φύγουμε. Το 1986, μετά από αρκετές μετακομίσεις σε Αιγάλεω, Χαϊδάρι και Νέα Σμύρνη, απέκτησα για πρώτη φορά τα δικά μου σπίτια. Στην «Πεταλούδα» φτιάχναμε κλωστές, ενώ μετά έγινα κορδελιάστρα. Ώσπου το 1974 άρχισα να δουλεύω στο ‘ΒΒ’ του Βασίλη Βασιλειάδη, ένα μαγαζί με δίσκους. Κάθε φορά που έβαζα ένα δίσκο να παίζει για να τον πουλήσω, τραγουδούσα κι εγώ μαζί» (Oneman, 11/5/2018).

 

Η ιστορία με τον αμερικανικό κολοσσό Blackrock

H Blackrock, όπως γράφεται σε παλαιότερο άρθρο της life («ΕΝΑΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΣΤΟ ΣΥΝΟΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ» του Αλέξανδρου Λαλάκου, Ιούνιος 2018), «είναι ένας από τους μεγαλύτερους μετόχους του διεθνούς κεφαλαίου. Γεννήθηκε με την κατάρρευση της Wall Street και από το 1988 μέχρι σήμερα η Blackrock, επεκτάθηκε εκτός συνόρων, επενδύοντας σε όλο σχεδόν τον κόσμο. Έχει μετοχές στις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου, στις μεγαλύτερες εταιρίες ενέργειας.»

Έβαλε λοιπόν στο μάτι τον συγκεκριμένο χώρο και οραματίστηκε τη δημιουργία ενός τεράστιου Mall. Για να μην τα πολυλογώ (όποιος θέλει μπορεί να διαβάσει το προαναφερθέν άρθρο στο site www.peristerilife.gr), αφού δεν κατάφερε να δημιουργήσει το μεγαλεπήβολο Academy Gardens, πούλησε το ακίνητο της πρώην κλωστοϋφαντουργίας Μουζάκη για 7 εκατ. ευρώ στην αμερικανική επενδυτική εταιρεία Hines. Η επένδυση ήταν της τάξης των 15 εκατ. ευρώ, το έργο ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2019 και σήμερα «δεσπόζει» στον χώρο το κατάστημα της Leroy Merlin μαζί με τα Mac Donald’s.

 

φωτογραφίες: Γιούλη Ηλιοπουλου