Οργή και θλίψη προκαλεί το εγκαταλελειμμένο πάρκο νεολαίας στο Δάσος Χαϊδαρίου. Όταν αποφάσισα να κάνω αυτό το ρεπορτάζ, μετά από καταγγελίες κατοίκων του άνω Δάσους, με τίποτα δε περίμενα να αντιμετωπίσω την εικόνα εγκατάλειψης για την οποία η δημοτική ομάδα με επικεφαλής τον Μιχάλη Σελέκο φέρνει αποκλειστικά την ευθύνη.
Από την είσοδο ακόμα αισθάνεσαι το τι θα ακολουθήσει. Μία σκουριασμένη διαλυμένη πινακίδα, που με δυσκολία διακρίνεις τα ξεφτισμένα γράμματα, σε προϊδεάζει αρνητικά να κάνεις στροφή και να απομακρυνθείς από τον χώρο. Κάποτε ήταν ένα πανέμορφο πάρκο, με πράσινο, με διαμορφωμένους χώρους για περιπάτους, με παιδική χαρά, ένα πάρκο που φτιάχτηκε από τον πατέρα του νεοεκλεγέντος δημάρχου Βαγγέλη Ντηνιακού. Κάποτε λειτουργούσε και μια καφετιέρα, που ο ιδιοκτήτης την είχε διαμορφώσει με τέτοιο τρόπο που ταίριαζε στα περιβάλλον και θύμιζε ιστιοφόρο. Όλο το πάρκο ήταν ένας χώρος ζωντανός, λειτουργικός, χρήσιμος και γι’ αυτό οι επισκέπτες δεν έρχονταν μόνο από το Χαϊδάρι αλλά και από άλλες περιοχές της Αττικής. Γιατί ας μην αυταπατώμεθα, η Αττική έχει ανάγκη από πνεύμονες πρασίνου, από όμορφα πάρκα, όπως ήταν το πάρκο νεολαίας στο Δάσος. Και δυστυχώς επαληθεύτηκα και όταν προχώρησα και αντίκρισα ολοκληρωτική εικόνα εγκατάλειψης και στο εσωτερικό του.
Τα πέτρινα μονοπάτια έχουν ξηλωθεί και σκεφτεί με αποτέλεσμα να χάσκουν τεράστιες λακκούβες, επικίνδυνες για τη σωματική ακεραιότητα για όποιον τολμήσει να τα διασχίσει. Το πράσινο έχει εγκαταλειφθεί, με την πλειοψηφία των φυτών να έχουν ξεραθεί. Και το ίδιο ισχύει με τα ξεραμένα χόρτα που έχουν σκεπάσει το πάρκο από τη μια άκρη στην άλλη, με τον κίνδυνο πυρκαγιάς να ελλοχεύει, ιδιαίτερα αυτές τις μέρες με τις υψηλές θερμοκρασίες. Το δε παλαιό περίπτερο (καφέ) δείχνει εικόνα βομβαρδισμένου τοπίου. Έχουν κλαπεί ακόμα και τα δοκάρια που διακοσμούσαν την οροφή. Γενικότερα η εικόνα είναι σαν να έχει βγει από ταινία τρόμου, σκέφτηκα. Το ίδιο μπορεί να σκέφτηκε και μια κυρία που είχε βγάλει βόλτα τον σκύλο της, η οποία με κοίταξε τρομαγμένη και άλλαξε πορεία. Για να είμαι ειλικρινής όλο το πάρκο, εκτός της εγκατάλειψης και ερημοποίησης σου βγάζει μία αποκρουστική εικόνα. Δεν υπάρχει καμία ασφάλεια και φυσικά ούτε φύλαξη, ενώ η ανεξέλεγκτη βλάστηση συναινεί σε αυτό.
Και μη μιλήσουμε για τα σκουπίδια που συναγωνίζονται τα αγριόχορτα για το ποιος θα κυριαρχήσει στο χώρο. Σκουπίδια παντού, σε κάθε γωνία, σαν ο χώρος να έχει να καθαριστεί πολλά χρόνια. Εύλογο το ερώτημα: Πόσο δύσκολο είναι ο δήμος να βάλει ένα συνεργείο του να καθαρίσει το πάρκο; Πόσο δύσκολο είναι να αλλάξει μερικές λάμπες; Πόσο δύσκολο είναι να μαζέψει το κουφάρι του πάλαι ποτέ αναψυκτηρίου; Πόσο δύσκολο είναι να ποτίσει και να κλαδέψει τα φυτά και τα δέντρα; Πόσο δύσκολο…
Με αυτές τις σκέψεις κατευθύνθηκα προς την έξοδο, όταν από τη δυτική πλευρά άκουσα φωνές και μουσική. Τελικά υπάρχει ζωή στο πάρκο, σκέφτηκα. Αυτό που αντίκρισα με χαροποίησε ιδιαίτερα. Μία ομάδα νεαρών, σε έναν διαμορφωμένο χώρο, κάτι μεταξύ πλατείας και αλάνας, έκαναν σκέιτμπορντ. Να μια επιπλέον χρηστικότητα, που θα μπορούσε να προσφέρει το πάρκο, σκέφτηκα. Πλησίασα τον μοναδικό αραχτό, οι άλλοι πάλευαν με τα πατίνια τους και συναγωνίζονταν στα άλματα, ενώ από τους ήχους του κασετοφώνου ακουγόταν μουσική χιπ χοπ. Ήταν ο Στάθης, φοιτητής από το Χαϊδάρι.
«Βλέπω ότι ο δήμος σας δημιούργησε εγκαταστάσεις», του είπα. Με κοίταξε σαν εξωγήινο και κούνησε το κεφάλι του.
«Ό,τι βλέπεις το κάναμε εμείς ή οι παλαιότεροι από εμάς».
Για να επαληθεύσω τα λεγόμενά του, κοίταξα γύρω μου. Πράγματι παρατήρησα μία πρόχειρη εξέδρα και έναν αυτοσχέδιο διάδρομο, τον οποίο διέσχιζαν κάνοντας άλματα οι νεαροί. «Θα θέλατε να ζητήσετε κάτι από τον νέο δήμαρχο;» τον ρώτησα. Μου έδειξε μία από τις σιδερένιες κολώνες φωτισμού. «Δεν υπάρχει λάμπα», μου είπε «και κανείς δεν τις αλλάζει πλέον. Επίσης για τα σκουπίδια –και μου έδειξε ένα μεγάλο βαρέλι, γεμάτο με σκουπίδια- δεν φροντίζει κανένας πλέον. Μαζεύουμε κι εμείς, αλλά είναι τόσα πολλά…».
Φεύγοντας σκέφτηκα πόσα λίγα και αυτονόητα ζητούσε ο Στάθης. Εγώ θα ζητούσα κι έναν πιο εξοπλισμένο χώρο, με μόνιμες κατασκευές, γι’ αυτούς που θα ήθελαν να κάνουν σκέιτμπορντ και σίγουρα πιο ασφαλείς εγκαταστάσεις.
Πρόσφατα το είδα στο Άλσος Βείκου και μου άρεσε. Εκεί ο δήμος Γαλατσίου δίπλα από τις παιδικές χαρές και τον χώρο εκπαίδευσης και παιχνιδιού σκύλων, δημιούργησε ένα πανέμορφο, με σύγχρονες εγκαταστάσεις γηπεδάκι σκέιτμπορντ.
Είχε σουρουπώσει. Έπρεπε να τα μαζέψουν και να φύγουν γιατί δεν υπήρχε φωτισμός. Κατευθύνθηκα κι εγώ στο αυτοκίνητό μου. Μία τελευταία φωτογραφία πριν φύγω και δύο κυρίες που έμεναν απέναντι βρήκαν την ευκαιρία να με πλησιάζουν. Τους εξήγησα ότι κάνω ρεπορτάζ για το πάρκο. Κούνησαν απελπισμένα το κεφάλι.
«Θα μας φάνε τα φίδια και τα ποντίκια» μου είπαν. «Άσε που το βράδυ είναι επικίνδυνα κι εμείς μένουμε ακριβώς δίπλα. Ευχόμαστε ο νέος δήμαρχος να κάνει κάτι, γιατί ο παλιός το εγκατέλειψε εντελώς.»
Κι εγώ το ίδιο θα ευχηθώ, κλείνοντας το ρεπορτάζ. Το πάρκο νεολαίας να ξαναβρεί τη χαμένη του αίγλη και να γίνει χρηστικό και ασφαλές για τους επισκέπτες.