Συχνά, διασχίζοντας την Εθνικής Αντιστάσεως, τον συναντούσα εκεί, μπροστά από το Μουσείο Εθνικής Αντίστασης. Δεν μιλούσε, δεν χαμογελούσε σε κανέναν, απλά έστεκε εκεί και σαν φάντασμα, με βαμμένο λευκό το πρόσωπο (πόσοι άραγε περαστικοί να τον πρόσεξαν;) προσπαθούσε μ’ αυτόν τον τρόπο να βγάλει το ψωμί του. Όταν στάθηκα να τον φωτογραφίσω, με φώναξε κοντά του. Ήταν αργά το μεσημέρι, αργία της 25ης Μαρτίου και ο πεζόδρομος δεν είχε πολύ κόσμο.
«Τώρα φεύγω κι εγώ» μου είπε και κοίταξε το δισάκι του, όπου υπήρχαν μερικά νομίσματα.
Τον ρώτησα αν είναι από το Περιστέρι. Μου είπε ότι τον λένε Σταύρο και ότι είναι απ’ τη Σαντορίνη και σε λίγες μέρες φεύγει για το νησί του. Τον ρώτησα πότε θα ξανάρθει. Μου απάντησε το φθινόπωρο.
Σαν τα αποδημητικά πουλιά κι αυτός. «Στο νησί έχει δουλειά το καλοκαίρι» μου είπε. «Πολλοί τουρίστες». Χαιρετηθήκαμε κι από τότε δεν τον ξανάδα. Όταν αργότερα κοίταξα τη φωτογραφία, αναρωτήθηκα γιατί πάντα τον συναντούσα στο ίδιο σημείο. Γιατί πάντα μπροστά απ’ το Μουσείο Εθνικής Αντίστασης; Η απάντηση ήρθε από μόνη της. Γιατί πάντα είναι κλειστό. Αναρωτήθηκα γιατί το ΚΚΕ με την πλούσια ιστορία του δεν λειτουργεί ένα μουσείο, σε ένα τόσο κεντρικό σημείο; Το θυμάμαι πάντα κλειστό. Κρίμα… Ποιος ξέρει, ίσως το ανοίξουν κάποτε.
Καλό ταξίδι, Σταύρο. Και να επιστρέψεις, για να δώσεις μια διαφορετική νότα στην καθημερινότητά μας.