Πάντα με γοήτευε το κλασικό μπαλέτο. Οι τέλειες και αρμονικές κινήσεις, τα όμορφα, καλογυμνασμένα, λυγερά σώματα, τα κουκλίστικα, ρομαντικά κουστούμια και όλα αυτά συνοδευόμενα από εξαίσιες μελωδίες κλασικής μουσικής, δημιουργούν ένα σύνολο γοητευτικό. Έναν κόσμο προφανώς απλησίαστο για τους περισσότερους σε επίπεδο συμμετοχής (αλήθεια, πόσο ταλέντο και κοπιαστική εξάσκηση συνάμα χρειάζεται για να γίνει άλμα με άνοιγμα 180 μοίρες, ίσως και περισσότερο;) μα τόσο όμορφο να τον παρακολουθείς.
Στο δήμο μας λειτουργεί εδώ και χρόνια τμήμα- εργαστήρι κλασικού χορού. Με την επιμέλεια του Φώτη Μεταξόπουλου, ενός από τους πιο καταξιωμένους στο χώρο. Έτυχε να ακούσω τις κλασικές μελωδίες πριν κάποια χρόνια, στο κτίριο της Μαραθωνοκάμπου, στο Λόφο Αξιωματικών, όπου πραγματοποιούνται τα μαθήματα κάποιων από τα δημιουργικά Εργαστήρια του δήμου. Παρακολουθούσα το Εργαστήρι Φωτογραφίας και εν μέσω φωτογραφικών “καρέ”, συζητήσεων περί κάδρων και φακών, από τον κάτω όροφο έφτασε στα αυτιά μας- προς μεγάλη μας τέρψη- ήχος κλασικής μουσικής. Ήταν η εξάσκηση των εν δυνάμει “κύκνων”, των μελλοντικών πρωταγωνιστών σε παραστάσεις μπαλέτου, σίγουρα στα πλαίσια του δημοτικού καλοκαιρινού φεστιβάλ και ποιος ξέρει πού αλλού, ίσως και στη λυρική σκηνή.. Σήμερα, καιρό μετά, έτυχε να μάθω ότι στο τμήμα χορού τόσα χρόνια διδάσκει ένας πραγματικός “κύκνος”, μία πραγματική μπαλαρίνα, μια γνήσια εκπρόσωπος του παραμυθένιου αυτού κόσμου. Γιατί, όταν έχεις γεννηθεί στη Μόσχα κι έχεις περάσει τα παιδικά και εφηβικά σου χρόνια στην καλύτερη ακαδημία μπαλέτου παγκοσμίως, την Ακαδημία Μπολσόι, τότε πράγματι είσαι ό,τι καλύτερο μπορούσε να έχει για διδασκαλία ένα εργαστήρι μπαλέτου.
Συνάντησα λοιπόν τη Ναταλία Φεντόροβα-Βέρδου, γιατί πραγματικά επιθυμούσα να μάθω γι’ αυτό που πάντα με γοήτευε εκ των έσω, από την πλέον αρμόδια.
Γεννημένη στη Μόσχα, με μητέρα μουσικό (στη διεύθυνση χορωδίας του Πανεπιστημίου της Μόσχας) πήρε από μικρή ηλικία κλασική κουλτούρα και έκανε το πρώτο της ξεκίνημα στο καλλιτεχνικό πατινάζ αρχικά, το οποίο και σταμάτησε λόγω τραυματισμού. Η συνέχεια ήταν εντυπωσιακή. Επιλέχθηκε ανάμεσα σε εκατοντάδες άτομα (100 άτομα για μία θέση η αναλογία) και έκανε εγγραφή στην Ακαδημία Μπολσόι, μία από τις σημαντικότερες σχολές (αν όχι τη σημαντικότερη) μπαλέτου παγκοσμίως. Για 10 χρόνια μαθήτευσε στην Ακαδημία, όπως επιβάλλεται για τις μελλοντικές μπαλαρίνες εκεί, και τελείωσε με άριστα και όλα εκείνα τα εφόδια που θα την έκαναν μία τέλεια χορεύτρια, που χόρεψε ακόμα και στο θέατρο του Μπολσόι και του Κρεμλίνου, καθώς και σε περιοδίες σε μερικά από τα καλύτερα θέατρα του κόσμου, σε πρωταγωνιστικούς ρόλους σε όλες τις μεγάλες παραστάσεις, από την Ωραία Κοιμωμένη, τον Δον Κιχώτη μέχρι και την επική Λίμνη των Κύκνων. Τη ρώτησα γιατί άφησε όλο αυτό το «παραμύθι» στη Ρωσία, για να έρθει στην Ελλάδα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. «Η κατάσταση στη Ρωσία τότε δεν ήταν καλή. Η κοινωνία παρουσίαζε σημάδια κρίσης, φαινόμενα εγκληματικότητας, ανεργία και μειωμένες ευκαιρίες και προοπτικές. Η Ελλάδα δεν ήταν ξένη, ήταν η κατάλληλη χώρα για μία καλύτερη ζωή. Η νοοτροπία ακόμη και η θρησκεία των Ελλήνων ήταν κοινές, με αποτέλεσμα η αλλαγή να είναι εύκολη» μου απάντησε. Και συνέχισε: « Αρχικά ήρθα για προσωρινά. Αλλά ήμουν ιδιαίτερα τυχερή. Η πρώτη δουλειά μου ήταν στο θέατρο, στο πλευρό του Χάρυ Κλυν, που «ανέβαζε» τότε τις δημοφιλέστερες θεατρικές επιθεωρήσεις. Έτσι έγινα μέλος του θιάσου του και είχα την τύχη να γνωρίσω τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού θεάτρου.» Εντυπωσιάστηκα με τα ονόματα που μου παρέθεσε: Σωτήρης Μουστάκας, Βάσια Τριφύλλη, Τόνυ Άντονυ, Βασίλης Τσιβιλίκας και οι «μεγάλοι» Νίκος Ρίζος, Ρένα Βλαχοπούλου, Κώστας Βουτσάς. Είδα μάλιστα και αρκετές φωτογραφίες με τη Ναταλία, ανάμεσά τους, όχι μόνο στη σκηνή, αλλά και φωτογραφίες φιλικές, που επιβεβαίωναν τα λεγόμενα. Το επιστέγασμα σε όλα τα παραπάνω ήταν η γνωριμία της με τον μάνατζερ του Χάρυ Κλυν, Γιάννη Βέρδο, ο έρωτας που προέκυψε και ο μετέπειτα γάμος τους, με την κουμπαριά του ίδιου του μεγάλου ηθοποιού.
Οι θυσίες μιας μπαλαρίνας
«Τι σημαίνει να είσαι μπαλαρίνα;» τη ρώτησα στη συνέχεια, έχοντας στο μυαλό μου τέλεια, αρμονικά, καλογυμνασμένα σώματα, ως αποτέλεσμα μεγάλου κόπου και στερήσεων. Η Ναταλία μου το επιβεβαίωσε: «Απαιτούνται πολλές θυσίες για να το κατακτήσεις αυτό. Δεν έχεις παιδικά χρόνια, με την ανέμελη σημασία του όρου. Στην Ακαδημία πρέπει να κάνεις μάθημα γυμναστικής και χορού 6 ώρες την ημέρα, συν τις σχολικές σου υποχρεώσεις. Και μετά απ’ όλα αυτά δίναμε παραστάσεις το βράδυ. Καταλαβαίνετε λοιπόν την τεράστια σωματική αλλά και ψυχολογική κούραση». Η Ναταλία μου περιέγραψε πως στην Ακαδημία έκαναν και άλλα είδη χορών, ντουέτο, παγκόσμιους, ιστορικούς χορούς, για να φθάσουν στην κορυφή των χωρών, το κλασικό μπαλέτο. Τα κορίτσια μέχρι τα 17- 18 έτη πρέπει να έχουν τελειώσει τη σχολή, γι’ αυτό ξεκινούν πολύ νωρίς από την παιδική ηλικία. Αναρωτήθηκα τι θυσίες πρέπει να κάνει κανείς στις συνήθειες και –ως λιχούδα- ρώτησα συγκεκριμένα για το φαγητό: «Δηλαδή επιβάλλεται να τρως συγκεκριμένες ποσότητες και είδος φαγητού;» Η Ναταλία χαμογελώντας μου απάντησε πως οι υπερβολικές στερήσεις δεν είναι και τόσο απαραίτητες, αφού σε κάθε παράσταση, από την υπερπροσπάθεια μπορεί να χάσεις μέχρι και 2 κιλά! Πάντως κατάλαβα ότι το μπαλέτο όντως είναι η κορωνίδα των χορών, αφού η δυσκολία έγκειται στο ότι δεν πρέπει απλώς να κάνεις με τελειότητα κινήσεις και φιγούρες αλλά να παίξεις και έναν ρόλο, να υποδυθείς κάποιον, εκφράζοντας συναισθήματα, χαρά, λύπη, αγωνία, θυμό και να τα περάσεις στο κοινό που σε παρακολουθεί.
Μεταλαμπαδεύοντας τη γνώση του χορού
Συνεχίσαμε για τη σχέση της με τον Δήμο Περιστερίου, όπου για αρκετά χρόνια τώρα διδάσκει κλασικό χορό στο Εργαστήρι χορού και Κινησιολογία-Σκηνική παρουσία στο Θεατρικό Εργαστήρι. «Με τον Δήμο Περιστερίου έχω την καλύτερη σχέση. Ξεκίνησα πριν από πολλά χρόνια τη διδασκαλία και μέχρι σήμερα δεν έχω αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα. Στο Περιστέρι –και αυτό είναι προς μεγάλη τιμή του Δημάρχου κ. Παχατουρίδη- δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στον πολιτισμό και σε δράσεις που τον προωθούν. Η συμμετοχή του κόσμου είναι πάρα πολύ μεγάλη. Οι γονείς ενδιαφέρονται για τα δημιουργικά εργαστήρια του δήμου μας και συνεργάζονται μαζί μας. Συζητάμε μ’ αυτούς για μουσική, για χορό και έτσι υπάρχει τέλεια συνεργασία. Στο τέλος κάθε χρονιάς δίνουμε παράσταση στο Άλσος Περιστερίου, όπου γίνεται πραγματική γιορτή. Άλλωστε αυτή είναι η ανταμοιβή για τα παιδιά, για τους κόπους της χρονιάς, να τα χειροκροτήσει το πλήθος μετά την παράστασή τους.» Της επεσήμανα το πόσο γλυκά και με πάθος μιλά για τα μικρά παιδιά τα οποία διδάσκει και μου απάντησε πως όλοι πρέπει να προσπαθήσουμε για να περάσουμε την κλασική κουλτούρα και την παιδεία στις νέες γενιές. «Δεν πρέπει να λέμε ότι δε γίνεται τίποτα. Η συμμετοχή αυξάνεται, όσο προσπαθούμε και αυτό έχει σημασία. Να έρθει σε επαφή το παιδί από μικρή ηλικία με την κλασική μουσική και τα κλασικά ακούσματα. Και κάτι θα του μείνει..». Με έναυσμα το παραπάνω τη ρώτησα γιατί στην Ελλάδα σήμερα δεν υπάρχει κλασική παιδεία. «Τι φταίει που δεν ακούμε κλασική μουσική, που τα παιδιά γνωρίζουν και διασκεδάζουν μόνο με τα εφήμερα σουξεδάκια που ξεχνιούνται σε έναν μήνα; Που δεν παρακολουθούμε κλασικές παραστάσεις; Που προτιμάμε τα πιο light μπουζούκια;».
Η Ναταλία τόνισε πως είναι λυπηρό στην Ελλάδα, τη χώρα που γέννησε το θέατρο, να μην υπάρχει το κατάλληλο κοινό, που να ενδιαφέρεται γι’ αυτό. «Υπάρχουν λίγες υποδομές, θέατρα, κατάλληλοι χώροι και μπράβο στο Δήμο Περιστερίου, που έχει φροντίσει αυτόν τον τομέα, ώστε οι δημότες του να “χαίρονται” αρκετά θέατρα. Τα νέα παιδιά που ασχολούνται με τον κλασικό χορό, αναγκάζονται να φεύγουν στο εξωτερικό, γιατί εδώ δεν έχουν επαγγελματικές ευκαιρίες. Έχουμε ξεχάσει την κλασική μας κουλτούρα, που έχει αναδείξει κορυφαία ονόματα όπως η Μαρία Κάλλας, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης. Βασική ευθύνη έχουν οι γονείς και το σχολείο. Ας βάλουμε στα μικρά παιδιά να ακούσουν τα κλασικά μας, να έρθουν σε επαφή με την τέχνη σε όλες τις εκφάνσεις, από μπαλέτο, θεατρικές παραστάσεις, μέχρι συναυλίες και μουσικά θεάματα. Στο ελληνικό σχολείο η επαφή με την τέχνη είναι ελλιπής και οι τιμές να την παρακολουθήσεις απαγορευτικές.» Τελειώνοντας -και για να ελαφρύνω το βαρύ από τις διαπιστώσεις περί σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού κλίμα- τη ρώτησα τι προτιμά να μαγειρεύει, ρωσικό ή ελληνικό φαγητό. «Μαγειρεύω και τα δύο! Εδώ έχουμε και όλα τα λαχανικά, που στη Ρωσία λόγω κλίματος, δεν υπήρχαν..» Τη ρώτησα επίσης αν επισκέπτεται τη Ρωσία και κάθε πότε. «Ταξιδεύω κάθε χρόνο πίσω, έχω φίλους που συναντιόμαστε, τα λέμε και χαίρομαι να έχω επαφές με τους φίλους μου από τα παλιά».
Την ευχαρίστησα με μία σφιχτή χειραψία και έφυγα γοητευμένη από το γλυκό χαμόγελο της Ναταλίας και γεμάτη από εικόνες παραμυθένιες.