Ραντεβού στην "Πρόνοια"...
του Δημήτρη Κατέρη
Εάν βρεθείς στο Περιστέρι στη Θηβών, κατευθυνόμενος προς Πετρούπολη, περνώντας τη διασταύρωση με την Παναγή Τσαλδάρη, στο αριστερό σου χέρι θα συναντήσεις δύο γήπεδα μπάσκετ. Την λεγόμενη «Πρόνοια» …Η Πρόνοια υπήρξε η πρώτη έδρα του αντρικού τμήματος της ομάδας μπάσκετ του Περιστερίου και σήμερα τα γήπεδα τα χρησιμοποιεί η ακαδημία του Γ.Σ.Π, με δεκάδες πιτσιρίκια να κάνουν τα πρώτα τους βήματα στον αθλητισμό και στον χώρο του μπάσκετ. Η ψυχή της πρόνοιας όμως κρύβεται και ανασαίνει τόσες δεκαετίες στην αδόμητη άθληση.
Εκεί σε δύο ανοιχτά γηπεδάκια στο Περιστέρι, δίπλα στον πιο θορυβώδη δρόμο της πόλης, εδώ και χρόνια αναρίθμητες παρέες διάφορων ηλικιών, στήνουν τα δικά τους ματσάκια, τα δικά τους μονά. Ένα μπουκάλι νερό, ένα ζευγάρι παπούτσια και η πορτοκαλί μπάλα, αρκούν για να αρχίσει ο χορός και ο καθένας να αφήσει το δικό του ίχνος στο έδαφος. Το 2009, όταν πήρα την απόφαση από το κέντρο της Αθήνας να εγκατασταθώ μόνιμα στο Περιστέρι, η Πρόνοια αποτέλεσε τον πρώτο χώρο επισκέψεων μου. Παίζοντας μπάσκετ από μικρός και λάτρης των ανοιχτών γηπέδων και των μαχών τους, γνώριζα άριστα να μιλώ την γλώσσα τους, αν και είναι εξαιρετικά λιτή… Στην ουσία χρειάζεται να γνωρίζεις τέσσερις φράσεις του ανοιχτού γηπέδου… « μπει – μπει», «μπει δεν μπει», «προτείνω», «άλλαξες χωρίς να βγεις». Ήταν Οκτώβριος του 2009 και περίπου στις εφτά το απόγευμα έφτασα στην Πρόνοια, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Τα γήπεδα ήταν γεμάτα από κόσμο. Στις τέσσερις μπασκέτες έπαιζαν μονά και στις εξέδρες περίμεναν οι επόμενες παρέες σιωπηλές. Σέβονταν τη μάχη που ήταν σε εξέλιξη και παρατηρούσαν με ποια παρέα θα πολεμήσουν μετά. Εκτός της περίφραξης υπήρχε κόσμος, κολλημένος στα σύρματα που απλά κοιτούσε την παράσταση. Άλλοι μεγαλύτεροι σε ηλικία κοιτούσαν με γλύκα και νοσταλγία, βλέποντας τον εαυτό τους να παλεύει στην Πρόνοια να νικήσει. Οι μικρότεροι παρατηρούσαν με σεβασμό και με βλέμμα προσμονής για το πότε θα πατήσουν πιο γερά στα πόδια τους και να μπουν στην αρένα να δώσουν τις απαντήσεις τους. Πέρασα την πύλη της Πρόνοιας και το αίσθημα ήταν πάλι το ίδιο. Η βουή της Θηβών χάθηκε, το άγχος της καθημερινότητας έφυγε. Ο ήχος της μπάλας, τα σφυρίγματα των παπουτσιών στο γήπεδο και ένα αίσθημα ισότητας. Στα μονά στα ανοιχτά γήπεδα, όλοι ερχόμαστε σε μία κοινή βάση που δεν διακρίνεται από οικονομικά, μορφωτικά, εθνικά κριτήρια. Για να είμαι ειλικρινής δεν κρίνεσαι και το πόσο καλός είσαι στο μπάσκετ. Δεν γίνεσαι εύκολα δεκτός, αν δεν είσαι μαχητικός. Η Πρόνοια, αυτός ο λατρευτός τόπος αυτοοργάνωσης, απαιτεί να μην βαριέσαι, να μην μπεις μέσα για τον χαβαλέ σου. Απαιτεί να μπεις στην παρέα και να την υπερασπιστείς όπως μπορείς, να σπαταλήσεις τον ιδρώτα σου με πάθος, να καταθέσεις τα βήματά σου με σεβασμό στη μάχη που έρχεται, να πουλήσεις το τομάρι σου ακριβά. Ό,τι απαιτεί και η ζωή έξω από την Πρόνοια.
Η Πρόνοια όταν τη γνώρισα, χρειαζόταν περιποίηση και αναβάθμιση. Πρόσφατα τα γήπεδα ανακατασκευάστηκαν και έλαβαν τη μορφή που αξίζει στους αθλητές του Περιστερίου και στους πολίτες της πόλης. Κάθε αθλητικός χώρος αξίζει να είναι στο επίπεδο των πλεονεκτημάτων που προσφέρει στο άτομο και στην κοινωνία συνολικά και εκτός του Γ.Σ.Π και του δήμου, οι πολίτες οφείλουμε να προστατέψουμε ως κόρη οφθαλμού την Πρόνοια. Βρισκόμαστε στην εποχή που ο καθένας γνωρίζει τα πλεονεκτήματα του αθλητισμού και δεν θα αναλωθώ σε τέτοιες περιγραφές. Θα επιστρέψω στο απόγευμα του Οκτωβρίου του 2009. Μπήκα στην Πρόνοια λοιπόν και πλησίασα μια παρέα τριών ατόμων. Τους ρώτησα για να μπω να κάνουμε τετράδα για τα μονά. Μπήκαμε και αν και χάσαμε, τήρησα τον κανόνα. Πάλεψα με όλη μου τη δύναμη για την ομάδα που μόλις γνώρισα. Την επόμενη μέρα συνάντησα τυχαία έναν από την τετράδα στον δρόμο και αν και δεν θυμόταν ούτε το όνομά μου, με αποχαιρέτησε με μία φράση. «Το απόγευμα ραντεβού στην Πρόνοια». Η Πρόνοια με έβαλε στην πόλη του Περιστερίου. Ραντεβού στην Πρόνοια λοιπόν …
Αλάνες
Του Αποστόλη Ηλιόπουλου
Όταν διάβασα το όμορφο κείμενο του Δημήτρη ταξίδεψα πολλά χρόνια πίσω, στην παιδική μου ηλικία, σε εκείνες τις καλοκαιρινές μέρες που ο ήλιος έμοιαζε να είναι πιο λαμπερός, και κάθε στιγμή ήταν γεμάτη γέλιο και περιπέτεια. Η παιδική μας χαρά, το γήπεδό μας ήταν η αλάνα της γειτονιάς, αυτός ο ανεπιτήδευτος υπαίθριος χώρος φωλιασμένος ανάμεσα στα σπίτια μας, ανέγγιχτη από τον εξωραϊσμό ή την οικιστική ανάπτυξη. Ήταν ένα καταφύγιο για τα παιδιά, ένα μέρος όπου ο χρόνος φαινόταν να σταματά.
Η ανάμνηση του να παίζω ποδόσφαιρο με τους φίλους μου σε εκείνα τα διακόσια περίπου τετραγωνικά μέτρα εδάφους που ήταν γεμάτα χώματα, πέτρες και σε διάφορα σημεία τσουκνίδες και μολόχες, μου φέρνει ένα νοσταλγικό χαμόγελο κάθε φορά. Δεν ήμουν καλός στην μπάλα. Ήμουν μάλλον ο πιο αδέξιος παίχτης της γειτονιάς, αλλά αυτό δεν με εμπόδιζε από το να αγωνίζομαι με το πάθος αυτό που έχουν τα παιδιά, σαν να είναι κάθε αγώνας ο σπουδαιότερος της ζωής τους. Δεν χρειαζόμασταν φανταχτερές φορεσιές ή οργανωμένες ομάδες. Το μόνο αναγκαίο ήταν μια μπάλα, μερικά φθαρμένα αθλητικά παπούτσια και ο αμόλυντος παιδικός μας ενθουσιασμός.
Η αλάνα ήταν η αρένα μας, κι εμείς ήμασταν οι μονομάχοι της που αγωνιζόμασταν για τη δόξα. Τη δόξα των πέντε λεπτών, από το τέλος του ενός μέχρι να αρχίσει το νέο παιχνίδι. Για τέρματα είχαμε δύο σωρούς πέτρες, και τα όριά τους καθορίζονταν από τις κραυγές και τις διαμαρτυρίες μας. Το παιχνίδι ήταν άγριο και ανταγωνιστικό, αλλά ήταν επίσης καλέμι συντροφικότητας και αγνής παιδικής φιλίας. Τρέχαμε, κλωτσούσαμε και κοντραριζόμασταν με τα ρούχα μας μουσκεμένα από τον ιδρώτα που ανακατεμένος με το χώμα γινόταν λάσπη. Κάθε πέσιμο ήταν ηρωικό, κάθε σκίσιμο και γδάρσιμο στα γόνατα και τους αγκώνες ήταν «παράσημο» κι ας ακούγαμε μετά τον εξάψαλμο στο σπίτι.
Και, εννοείται, τσακωνόμασταν, έπεφτε καμιά “ψιλή” πού και πού, ή κεφαλοκλείδωμα και «παραδίνεσαι, ρε;», αργούσαμε να πάμε για φαγητό και οι μανάδες μας έβγαιναν στα μπαλκόνια, ή στον δρόμο και μας φώναζαν σαν να είχαμε παραβεί ιερή υπόσχεση. Θυμάμαι τα πνιχτά γέλια της παρέας όταν μερικές φορές κάποιον τον πήγαινε η μάνα του στο σπίτι τραβώντας τον από το αυτί, στολίζοντάς τον με διάφορα κοσμητικά επίθετα τα οποία σήμερα θεωρούνται αντιπαιδαγωγικά, αλλά τότε ήταν ο μόνος γνωστός “επιτυχημένος” κώδικας επικοινωνίας γονιών - παιδιών. Μιλάμε, ασφαλώς, για σαράντα χρόνια πριν. Τότε όλα ήταν παιδαγωγικά ορθά, τα παιδιά πηγαίναμε, όπως λέει και ένας φίλος “στον αυτόματο”. Αρκεί να τρώγαμε στην ώρα μας, να μέναμε ζωντανοί και να μην μπλέκαμε με “κακές” παρέες.
Οι μέρες του καλοκαιριού έμοιαζαν ατελείωτες και τα ηλιοβασιλέματα πάνω από την αλάνα ήταν ένα μαγικό θέαμα που κανένας μας, και θα μπορούσα να πάρω όρκο για αυτό, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να θαυμάσει. Οι πορτοκαλί και ροζ αποχρώσεις ζωγράφιζαν τον ουρανό, ένα τέλειο σκηνικό για τις παιδικές μας περιπέτειες που όμως για μας σήμαινε απλά και μόνο το τέλος του παιχνιδιού. Θα πηγαίναμε απρόθυμα στο σπίτι, με τις καρδιές μας γεμάτες προσμονή για την επόμενη μέρα. Δεν υπήρχαν κινητά, ίντερνετ ή ηλεκτρονικά παιχνίδια στην τηλεόραση ή άλλη οθόνη (υπήρχαν αυτά με τις τελείες που πήγαιναν από τη μια μεριά της οθόνης στην άλλη και άλλα παρόμοια, αλλά στη γειτονιά μου δεν είχε κανείς). Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής ήταν κάτι εξωτικό που λίγοι είχαν γνωρίσει από κοντά και τον βλέπαμε κυρίως σε ταινίες, όπως to “war games” ταινία του 1983 που όλοι οι σινεφίλ γνωρίζουν. Οπότε, αν δεν είχε καμιά ταινία που θα μας άφηναν να παρακολουθήσουμε οι γονείς μας στην τηλεόραση, ή στο βίντεο (για όσους είχαν), αναλόγως με τα κέφια μας, κάποιοι μπορεί να διαβάζαμε κάνα βιβλίο. Εγώ διάβαζα βιβλία επιστημονικής φαντασίας και τρόμου. Και με έπαιρνε ο ύπνος κάθε βράδυ με τη φαντασία μου να έχει ήδη ετοιμάσει σενάρια για τα όνειρα που θα έβλεπα.
Όλα αυτά είναι πλέον παρελθόν. Ένδοξο, θα μπορούσα να πω. Τώρα, ως μεσήλικας, αναπολώ εκείνες τις καλοκαιρινές μέρες με μια βαθιά αίσθηση αγάπης και νοσταλγίας. Η αλάνα μπορεί να μην υπάρχει πια, έγινε τριώροφο κτήριο με γραφεία, αλλά οι αναμνήσεις εκείνων των ποδοσφαιρικών αγώνων και οι δεσμοί που σφυρηλατήθηκαν σε εκείνο το μικρό κομμάτι γης παραμένουν χαραγμένες στην καρδιά μου. Ήταν οι μέρες της καθαρής, ανόθευτης χαράς, όταν το μόνο που χρειαζόμασταν ήταν μια μπάλα, μερικούς φίλους και ένα μέρος για να παίξουμε. Σήμερα, όταν κοιτάζω την πόλη μας, βλέπω μόνον κτίρια και πάρκινγκ στα μέρη όπου κάποτε υπήρχαν αλάνες. Είναι σαν να έχει χαθεί μια μικρή γωνιά από την παιδική μας ανεμελιά. Για να μην είμαι άδικος, όμως, χώροι να παίζουν τα παιδιά εξακολουθούν να υπάρχουν στην πόλη μας. Ίσως είναι λιγότεροι, αλλά είναι ασφαλέστεροι, πιο καθαροί, ελεγχόμενοι από τους γονείς και αισθητικά καλύτεροι. Αναβαθμίστηκαν και πολλαπλασιάστηκαν οι πλατείες και τα πάρκα μας και έχουμε τον όμορφο πεζόδρομο της Εθνικής Αντιστάσεως ο οποίος σφύζει από ζωή. Απλά θα προτιμούσα σε αυτούς τους χώρους να βλέπω περισσότερες μπάλες και λιγότερα κινητά.
Αλλά, τι να κάνουμε; Η ιστορία είναι ένας χείμαρρος που δεν ελέγχουμε, παρασέρνει τις αναμνήσεις μας και τις αντικαθιστά με νέες, αυτές των παιδιών μας τα οποία θα έχουν και αυτά τις δικές τους παλιές ιστορίες να αφηγούνται στα παιδιά τους, οι οποίες ίσως ακούγονται κι αυτές εξίσου γραφικές με τις δικές μας, τότε στον άγνωστο κόσμο του μέλλοντος.
Ιστορίες σε ένα Περιστέρι μελλοντικό, ελπίζω ακόμα πιο όμορφο (ήταν και εξακολουθεί να είναι πάντα όμορφο), σε μια Ελλάδα που θα είναι επιτέλους ευημερούσα χώρα με κατοίκους ασφαλείς και ευδαίμονες, καλλιεργημένους και ευαισθητοποιημένους, με κριτική πολιτική και κοινωνική αντίληψη, με οικολογικές και ανθρωπιστικές προτεραιότητες, αλλά και οικονομικά εξισωμένους με τους πολίτες στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες (βασική προϋπόθεση για τα προηγούμενα). Φρούδες ελπίδες;
Ίσως, αλλά δεν υπάρχει λόγος να μην ονειρευόμαστε και να μη διεκδικούμε.