Της Γιούλης Ηλιοπούλου
Η λέξη idiot στα αγγλικά σημαίνει ηλίθιος, βλάκας. Η ρίζα της πηγάζει από κάτι πολύ δικό μας, ελληνικό και γνωστό. Αν δεν πάει το μυαλό σας- παρόλο που μία απλή μεταγραφή της λέξης στα ελληνικά θα βοηθούσε καταλυτικά- είναι η λέξη «ιδιώτης».
Ο όρος ιδιώτης σήμερα χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη διαφοροποίηση από οτιδήποτε δημόσιο. Στην Κλινική Ψυχολογία, μάλιστα, ο όρος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει αυτόν που πάσχει από ιδιωτεία, δηλαδή βαριάς μορφής νοητική υστέρηση.
Για τους Αρχαίους Έλληνες που η συμμετοχή του πολίτη στα κοινά ήταν ύψιστη αξία, ιδιώτης αποκαλούταν ο πολίτης που έμενε αδιάφορος για τα δημόσια πράγματα, φροντίζοντας μόνο για την εξασφάλιση των δικών του συμφερόντων. Εμπεριείχε την έννοια της απαξίωσης, της ύβρεως, της υποτίμησης.
Ο Θουκυδίδης στο μεγαλειώδες έργο του «Επιτάφιος» επισημαίνει την υποχρεωτική συμμετοχή του πολίτη στα κοινά, γράφοντας χαρακτηριστικά: «Μόνοι γάρ τον τε μηδέν των δε (πολιτικών) μετέχοντα, ούκ απράγμονα, αλλ’ αχρείον νομίζομεν». Και σε νέα ελληνικά: «Γιατί είμαστε ο μόνος λαός που τον μη συμμετέχοντα καθόλου στα κοινά δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο αλλά άχρηστο...».
Η πρόκριση δηλαδή της ατομικής «ησυχίας» αντί των κοινών ανησυχιών ήταν ανεπίτρεπτη και επέσυρε το χαρακτηρισμό του άχρηστου.
Το να «ιδιωτεύει» κάποιος για τους αρχαίους Αθηναίους δεν είναι προσωπική επιλογή, είναι ελάττωμα και μάλιστα εξαιρετικά κατακριτέο. Ταύτιζαν τον πολιτικά ανενεργό με τον κοινωνικά ανίκανο.
Η Δημοκρατία είναι ένα σύστημα απαιτητικό. Χρειάζεται συνειδητοποιημένους και ενεργούς πολίτες, οι οποίοι θα συμμετέχουν σε όλες τις εκφάνσεις της. Όχι μόνο στην εκλογική διαδικασία. Στη γειτονιά, στις μικρές και μεγαλύτερες κοινωνικές ομάδες που εντασσόμαστε. Φυσικά για τη δημιουργία χρήσιμων πολιτών απαιτείται η κατάλληλη παιδεία. Όχι μόνο μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα αλλά από το σύνολο των δραστηριοτήτων της εκάστοτε πολιτείας. Και φυσικά η ψήφος επιβάλλεται να έρχεται ως αποτέλεσμα ώριμης σκέψης και περισυλλογής, κριτικής διεργασίας και διύλισης των γεγονότων, ευθυκρισίας και ολοκληρωμένης αντίληψης της πραγματικότητας. Αλλά αυτή είναι μία άλλη κουβέντα, πολύ μεγάλη και σημαντική, για ξεχωριστό άρθρο.
Η δύναμη και η εξουσία που δίνεται από το δημοκρατικό πολίτευμα στον καθένα από εμάς να εκφράσουμε την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία μας, να αλλάξουμε κάτι, να συμβάλλουμε στη θετική ή όχι αποτίμηση των κατεστημένων, αυτή η εξουσία παραμένει να «κυοφορείται», δεν γεννιέται, δεν πραγματώνεται, αν εμείς δεν κάνουμε χρήση της, απέχοντας από την εκλογική διαδικασία. Η αποχή αποδυναμώνει τη δημοκρατία.
Δεν μπορούμε βέβαια να αγνοήσουμε ότι η αποχή για μία μερίδα ανθρώπων είναι μια συνειδητή πολιτική πράξη, μία συνειδητή απάρνηση όσων θεωρούνται ευτελή και ανάξια λόγου, μία έντονη διαμαρτυρία απέναντι στους πολιτικούς και την πολιτική που πρεσβεύουν. Και έχουν την πεποίθηση πως η συμμετοχική δημοκρατία και η αλλαγή κερδίζεται διαφορετικά, στους δρόμους, στους κοινούς κοινωνικούς αγώνες για ισότητα και δικαιοσύνη μέσα στις μικρές και μεγάλες κοινωνικές ομάδες, στις οποίες συμμετέχουν ενεργά. Με την πίστη στην άμεση δημοκρατία και όχι στον αστικό κοινοβουλευτισμό. Από ιδεολογία, όχι από απάθεια. Κι εδώ προκύπτουν οι ευθύνες του πολιτικού συστήματος, που σε πολλές περιπτώσεις παραμένει αναξιόπιστο, που θρέφει τον λαϊκισμό και την αναξιοκρατία, την κοινωνική αδικία, που δεν έχει καταφέρει να πείσει μεγάλο μέρος των πολιτών ότι ενεργεί για το καλό τους. Σε προηγούμενες εκλογές η αποχή είχε φτάσει τον Σεπτέμβριο του 2015 το 43,43% και στην αναμέτρηση του 2019 το 42,22%! Αυτό το πολιτικό σύστημα που διώχνει τους ψηφοφόρους του, που καθιστά την ψήφο τους μάταιη και στερούμενη κάθε ελπίδα για αλλαγή.
Αισθάνομαι όμως ότι για πάρα πολλούς η αποχή είναι τραγική απόρροια της αποχαύνωσης του σύγχρονου ανθρώπου, της περιχαράκωσής του στα «δικά» του, στον μικρόκοσμό του, στον στενό του περίγυρο, μια περιχαράκωση που υποδεικνύεται από την τάση της εποχής μας την στοχεύουσα αποκλειστικά στην κατανάλωση, στην εφήμερη ικανοποίηση, στον «ωχαδερφισμό», στην αποποίηση κάθε ευθύνης (πόσο μάλλον μιας τέτοιας ευθύνης, όπως είναι η ψήφος, η οποία συναποφασίζει για το κοινό μέλλον). «Ας βγάλουν οι άλλοι τα κάστανα από τη φωτιά», καλά δεν καθόμαστε τώρα; Ποιος πάει να ψηφίσει; Ας πάμε για μπάνιο, αντί για ψήφο, έχουμε άλλωστε και αργία- μακάρι να το επιτρέψει και ο καιρός. Έτσι, λοιπόν, με τα σύνεργα του μπάνιου, με το μαγιό, το σορτς και τις σαγιονάρες –χωρίς να έχουμε σπαταλήσει τον πολύτιμο χρόνο μας στην «περιττή» ψήφο και τη βαρετή εκλογική διαδικασία- βουτάμε σε κοντινές ή πιο μακρινές παραλίες, αλλά τελικά βυθιζόμαστε όλο και περισσότερο στην απραξία, την απάθεια, την απολιτικοποίηση. Στα λιμνάζοντα νερά, στον βούρκο, που ποτέ δεν κινείται, που ποτέ δεν δέχεται φρέσκο νερό από πουθενά και τελικά σαπίζει. Κανείς δεν κατάφερε ποτέ κάτι με την απραξία. Και κάποιοι ίσως το εκμεταλλεύονται, κάποιους ίσως τους βολεύει. Άρα αυτή η αποχή δεν είναι στάση, είναι απαλλαγή από την ευθύνη. Ας μην αποδυναμώνουμε άλλο τη δημοκρατία μας, έχει ανάγκη τον ενεργό πολίτη για να επιβιώσει.
Για να μη μπορεί να μας προσάψει κανείς «Ιδιώτης είσαι και φαίνεσαι!»