Oι ελεύθερες συναυλίες του δήμου Περιστερίου ως μια δημόσια κοινωνικότητα

Oι ελεύθερες συναυλίες του δήμου Περιστερίου ως μια δημόσια κοινωνικότητα

Γράφει ο Θεοδόσης Γκελτής

 

 

Η συναυλία της Δέσποινας Βανδή, στο πλαίσιο της φωταγώγησης του χριστουγεννιάτικου δέντρου στην πλατεία Δημαρχείου Περιστερίου, έφερε στη δημόσια σφαίρα μια γνωστή από καιρό κριτική, η οποία συνοψίζεται, λίγο ή πολύ, στο ότι οι συναυλίες αυτές είναι υπέρ το δέον κοστοβόρες και κεφαλαιοποιούνται πολιτικά.  Έτσι, στις διαδικτυακές ομάδες, που αριθμούν χιλιάδες μέλη, η συναυλία της Βανδή επικρίθηκε ως μηχανισμός συσκότισης των πραγματικών προβλημάτων του δήμου Περιστερίου.

 Στόχος του παρόντος άρθρου είναι να αναδείξει την κοινωνική διάσταση των συναυλιών αυτών, που έχει παραγνωριστεί, και με αυτόν τον τρόπο να συνεισφέρει δημιουργικά σε ένα θέμα που έχει απασχολήσει αρκετά την πολιτική του Περιστερίου.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Οι εν λόγω  συναυλίες είναι δωρεάν, μαζικές και προσβάσιμες. Οι τρεις αυτές διαστάσεις είναι απολύτως κρίσιμες για την κατανόηση των λειτουργιών τους. Στο πλέον κεντρικό σημείο του Περιστερίου, δίπλα στο μετρό, σε μια ώρα φιλική για διάφορες ηλικιακές ομάδες, πραγματοποιούνται μερικές φορές το χρόνο διάφορα συναυλιακά γεγονότα που αναμειγνύουν κοινωνικές ομάδες και άτομα σε ένα μοναδικό γεγονός μαζικής κοινωνικοποίησης. Χωρίς εισιτήριο, χωρίς τον φόβο της μετακίνησης, χωρίς εμπόδια που προκαλούνται από τον χρόνο και τον τόπο, δημότες και επισκέπτες του Περιστερίου μπορούν να απολαύσουν δημοφιλείς καλλιτέχνες και εορταστικά θεάματα. Μπορούν να σταθούν δίπλα δίπλα, να συνδιαλλαγούν με το «διαφορετικό» και να ξεφύγουν – έστω για μία δύο ώρες – από την στενή κοινωνική τους φούσκα.

Στη συναυλία αυτή βρέθηκα λοιπόν και εγώ. Με την ιδιότητα του κοινωνικού λειτουργού που φροντίζει ανήλικους ασυνόδευτους πρόσφυγες, είδα τη συναυλία αυτή ως μια καλή ευκαιρία ψυχαγωγίας για τα παιδιά, αλλά και κοινωνικοποίησης.

Παρασκευή απόγευμα. Το τέλος μιας ακόμα εβδομάδας. Ξεσηκώνω τα παιδιά του ξενώνα να πάμε στο Περιστέρι. Ψάχνουμε παπούτσια, ανάβουμε θερμοσίφωνες και βλέπουμε τη Βανδή στο «τικ τοκ», για να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται.  Λίγο οι πούλιες που συνηθίζει να φοράει η καλλιτέχνιδα,  λίγο οι ανατολίτικοι ήχοι, «γεια χαμπίμπι, γεια, φεύγω και άντε γεια»,  πείθονται και τα πλέον απρόθυμα παιδιά να έρθουν. Περιπτεροκεράσματα και βόλεμα κάπου στη μέση της πλατείας.  Τα παιδιά κοιτούν τα μπαλόνια, τα πυροτεχνήματα και τα φωτάκια. Ρουφάνε εικόνες, παρατηρούν, περιεργάζονται. Ένας 16χρονος Σύριος με τραβάει να τον βγάλω φωτογραφία με τον Μίκυ. Ίσως, παρά τους 16 χειμώνες που έχει ζήσει, να μην έχει δει ξανά μια παιδική γιορτή αυτού του είδους.

Τα παιδιά γίνονται μικρές χαρούμενες ψηφίδες ενός ενός πλήθους που μαγνητίζει και χωνεύει τα πάντα: κουίρια, που σπάνια βλέπω δημόσια στο Περιστέρι μαζί, ηλικιωμένους, μανάδες και παιδιά.  Το κινητό μου αλλάζει 10 χέρια. Τραβούν όλα τα παιδιά με αυτό. Μια κάμερα μας αφήνει κάπου στη μέση από μπαταρία. Φωτογραφίες άπειρες. Κεφάλαια μιας «γραμματικής της παιδικής ηλικίας» που δε διδάχτηκε ποτέ στα παιδιά. Κεφάλαια ετεροχρονισμένα.  Κοίταζα επίμονα τον δεκατριάχρονο «Τ» να χορεύει. Επέστρεφα, με αυτόν τον τρόπο και εγώ,  στη γραμματική της παιδικής μου ηλικίας, στα κεφάλαια γιορτής και χαράς που οριακά πέρασα τη βάση. Ξεθωριασμένα τα περισσότερα.  Και σαν να έδινα και εγώ ξανά τις εξετάσεις της γραμματικής αυτής  σήμερα. Επέστρεφα και ζούσα και εγώ διά της αντανακλάσεως τη χαρά αυτή.  Δίπλα μας μια γυναίκα με την κόρη της. Προθυμοποιείται ευγενικά να μας βγάλει φωτογραφία. Χαίρεται με την χαρά των παιδιών. Παραδίπλα μητέρες που ξέρω από το φροντιστήριο, παρέες, ζευγάρια, παιδιά, εγγόνια. Ένα δημόσιο γεγονός για την κοινότητα.

Θεωρώ, σε τελική ανάλυση, την κριτική απέναντι σε αυτές τις συναυλίες ελιτίστικη, καθώς παραγνωρίζει την ανάγκη του λαού – και ειδικά των πλέον ευάλωτων μερών του – για διασκέδαση και κοινωνικοποίηση. Διατυπωμένη από μια απόσταση σπεύδει να καταδικάσει τέτοια γεγονότα ως πολιτιστικά «υποπροϊόντα» αδιαφορώντας για τη πολλαπλές λειτουργίες που επιτελούν ως προϋποθέσεις μια δημόσιας κοινωνικότητας που σφυρηλατεί – εφήμερες έστω -  κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.